χρόνια μετά, τι θα θυμάται η ασφαλιστική αγορά από το 2009 που αυτές τις μέρες μας εγκαταλείπει; Ένα είναι το σίγουρο, το κλείσιμο των ασφαλιστικών εταιριών. Ως γεγονός είναι τόσο σημαντικό και πολυδιάστατο που και να θέλει κάποιος δεν θα μπορεί να το ξεχάσει.
Πριν απομακρυνθούμε λοιπόν χρονικά από το γεγονός αυτό, ας προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε παράλληλα γεγονότα και να καταθέσουμε συντεταγμένες ή/και σκόρπιες σκέψεις, γύρω από την χρονιά που τελειώνει, μια χρονιά που, ευτυχώς ή δυστυχώς, τα είχε όλα.
Αν κριτήριο επιτυχίας για κάθε εμπορική δραστηριότητα είναι η ανταπόκριση του καταναλωτή σ΄ αυτήν, τότε αμφιβάλει κανείς ότι μια σημερινή πανελλαδική αξιόπιστη δημοσκόπηση, με ένα και μόνο ερώτημα: «ποια είναι η γνώμη σας και πόσο εμπιστεύεστε την ασφαλιστική αγορά στην Ελλάδα», θα κατέληγε σε πλήρη απαξίωση της δραστηριότητας αυτής;
Είναι εξίσου βέβαιο, ότι μια ομάδα καταναλωτών θα υπεραμυνότανε της ασφαλιστικής του εταιρίας, μια άλλη ομάδα καταναλωτών θα διαχώριζε τις εταιρίες και μια τρίτη ομάδα θα ήταν επιθετικά αρνητική.
Όμως, τόσο η πλειοψηφία, όσο και το γενικό συμπέρασμα θα ήταν απαξιωτικά για την αγορά, στην οποία ζούμε και εργαζόμαστε. Και όταν μια αγορά, δεν την εμπιστεύεται ο καταναλωτής και υπερισχύει η αρνητική αντίληψη στη κοινή γνώμη, τότε φταιει όλη η αγορά, δεν ξεχωρίζουν οι καλοί και οι κακοί. Και αυτό είναι το μεγαλύτερο κακό που συνέβη, χειρότερο και από το κλείσιμο των ασφαλιστικών εταιριών.
Θετικά γεγονότα επίσης υπήρξαν, στρατηγικές συμφωνίες ανακοινώθηκαν, έρευνες ικανοποίησης πελατών δημοσιεύθηκαν, εξαγορές ολοκληρώθηκαν επιτυχώς. Κάποιοι αύξησαν το μερίδιο αγοράς τους, κάποιοι επιδεικνύουν και χαίρονται για την αύξηση των εργασιών τους.
Η αγορά όμως έχασε, πραγματικά και μεταφορικά. Έχασε όχι μόνο για ότι (κακό) έγινε, αλλά και για ότι (καλό) δεν έγινε. Τα θετικά αποτελέσματα της δραστηριότητας κάποιων εταιριών, είτε σε παραγωγές, είτε σε κερδοφορίες, είτε σε επιχειρηματικούς σχεδιασμούς, αφορούν στους μετόχους, στις διοικήσεις, στους εργαζόμενους και ίσως και στους πελάτες των εταιριών αυτών.
Τι ευρύτερο έγινε, ποιες προσπάθειες υλοποιήθηκαν, ποιες εξαγγελίες δημοσιοποιήθηκαν, για την αντιμετώπιση των γνωστών σε όλους προβλημάτων και την εξισορρόπηση των αρνητικών επιπτώσεων;
Δυστυχώς, η μόνη ίσως θετική εξέλιξη του χρόνου αυτού, που αφορά σε όλο τον χώρο της ιδιωτικής ασφάλισης και όχι μόνο σε επιμέρους επιχειρηματικές κινήσεις, είναι η υπογραφή ενιαίας συλλογικής σύμβασης εργασίας μεταξύ της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιριών και της Ομοσπονδίας Ασφαλιστικών Συλλόγων.
Γεγονός που, όχι μόνο καταδεικνύει ότι και οι δύο πλευρές γνωρίζουν καλά τις συντελούμενες τα τελευταία χρόνια, αλλά και τις επερχόμενες εξελίξεις στον χώρο, όχι μόνο αντιστέκεται σε διαφορετικές λογικές διαβούλευσης που παρατηρούνται σε συγγενείς εργασιακούς χώρους, αλλά κυρίως επιλύει ένα μείζον και χρονίζον πρόβλημα, το οποίο ταλαιπωρούσε και διαιρούσε τον χώρο.
Αλήθεια όμως, ποιο είναι το αύριο; Εν μέσω, όχι μόνο της οικονομικής κρίσης που με την αναμενόμενη καθυστέρηση έφθασε και στην χώρα μας, αλλά και με τα πρόσθετα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας; Ας διατυπώσουμε έναν απλό συλλογισμό: το βέβαιο είναι ότι το 2010 το διαθέσιμο εισόδημα θα μειωθεί.
Φυσική συνέπεια ο περιορισμός της κατανάλωσης και ιδιαίτερα των ελαστικών δαπανών των νοικοκυριών. Τα ούτως ή άλλως περιορισμένα κατά κεφαλήν ασφάλιστρα στην χώρα μας, θα βρεθούν στις πρώτες θέσεις των προς κατάργηση δαπανών.
Και από το σύνολο των ασφαλίστρων θα παραμείνουν, αναγκαστικά, τα εκ του νόμου υποχρεωτικά ασφάλιστρα, που για την ελληνική οικογένεια είναι τα ασφάλιστρα του αυτοκινήτου και θα τείνουν να περικοπούν οι προαιρετικές ασφαλίσεις, όπως η ασφάλιση του σπιτιού (όταν δεν προέρχεται από δάνειο, άρα θα περισωθεί και αυτή εξ ανάγκης), οι αστικές ευθύνες, τα προσωπικά ατυχήματα, τα συνταξιοδοτικά προγράμματα, τα επενδυτικά προγράμματα και κάθε ασφαλιστική κάλυψη την οποία προσμετρούσαμε στην ανάπτυξη της «ασφαλιστικής συνείδησης» του έλληνα.
Ακόμα και στα πλαίσια της ασφάλισης του αυτοκινήτου, θα υπάρξει περιορισμός των προαιρετικών καλύψεων, με συνέπεια τα ασφάλιστρα της αστικής ευθύνης προς τρίτους να ενισχύσουν επικίνδυνα την θέση τους έναντι των υπολοίπων ασφαλίστρων.
Και τι θα σημαίνει η καταναλωτική αυτή συμπεριφορά; Αν αναλογισθεί κανείς ότι ο επί σειρά ετών εμφανιζόμενος ως ζημιογόνος κλάδος (πέραν των ειδικών συνθηκών των νοσοκομειακών καλύψεων), είναι ο κλάδος της αστικής ευθύνης οχημάτων, τότε οι βέβαιες ζημιές του κλάδου δεν θα μπορέσουν να αντισταθμισθούν από την μειωμένη παραγωγή ασφαλίστρων των υπόλοιπων κερδοφόρων κλάδων ασφάλισης και συνεπώς, στην κάθε εταιρία και στο σύνολο της αγοράς θα έχουμε ζημιογόνα ή, στην καλύτερη περίπτωση, μειωμένης κερδοφορίας αποτελέσματα. Παράλληλα, οι αποδόσεις των κάθε μορφής επενδύσεων δεν είναι στα καλύτερά τους.
Φυσική συνέπεια η αύξηση των τιμολογίων την αμέσως επόμενη χρονική περίοδο, για πολλούς λόγους. Αυξημένα τιμολόγια, τα οποία θα κληθεί να πληρώσει ο καταναλωτής, ο οποίος θα προέρχεται από την χειρότερη οικονομική κρίση που γνώρισε ή θα εξακολουθεί να την βιώνει. Αποτέλεσμα η προσπάθεια και νέας περικοπής μη υποχρεωτικών ασφαλιστικών δαπανών, στα πλαίσια του οικογενειακού προϋπολογισμού.
Αντίστοιχη των νοικοκυριών και η συμπεριφορά των επιχειρήσεων, αφού στα πλαίσια της οικονομικής ύφεσης που ήδη υπάρχει, και με γνωστά τα προβλήματα ρευστότητας στην αγορά, οι ασφαλιστικές δαπάνες των επιχειρήσεων δεν είναι δυνατόν να μην περιορισθούν στις απολύτως αναγκαίες, με άμεσο αντίκτυπο στους «επιχειρηματικούς» κλάδους ασφάλισης, όπως οι κλάδοι ασφάλισης μεταφερομένων φορτίων, ομαδικών ασφαλίσεων κλπ.
Ποιο θα ήταν το αντίδοτο σε όλα αυτά που ζήσαμε τον χρόνο που φεύγει και για όλα αυτά που όλοι περιμένουν για τον χρόνο που έρχεται; Κατά την άποψή μας μόνο ένα. Η στήριξη του Ασφαλισμένου.
Με πολυμέτωπη επίθεση ενημέρωσης και δημιουργίας πλαισίου εμπιστοσύνης και φερεγγυότητας. Με συμβολή στην κοινή αυτή προσπάθεια, κάθε εμπλεκόμενης πλευράς, δηλαδή της Πολιτείας, των Εργοδοσίας και των Εργαζομένων. Ρομαντικό; Καθόλου, απολύτως ρεαλιστικό και εφικτό, αρκεί να υπάρξει η θέληση και η πρόταση.
Τι έγινε; Ακριβώς το αντίθετο. Η Πολιτεία εμφανίσθηκε μόνο με το πρόσωπο του ελεγκτή-τιμωρού. Ανεξάρτητα από τις αιτίες ανάκλησης, ποιόν τελικά τιμώρησε;
Τις εταιρίες των οποίων ανακλήθηκαν οι άδειες ή τους ασφαλισμένους και τους εργαζομένους σε αυτές; Και οι εγγυήσεις που παρασχέθηκαν από τον αρμόδιο υπουργό ισχύουν; Τα δικαιώματα των ασφαλισμένων των κλάδων ζωής και υγείας είναι εξασφαλισμένα;
Ο πολίτης ένοιωσε ότι τιμωρήθηκε ο «κακός επιχειρηματίας» ή ο ίδιος; Ποιο ήταν το σχέδιο της επόμενης μέρας; Και αν δεν υπήρχε, το κόστος ποιος το επωμίσθηκε τελικά; Η Πολιτεία που έλαβε τις αποφάσεις ή το σύνολο της αγοράς με την μείωση της αξιοπιστίας της;
Για τις αντιδράσεις των υπόλοιπων εταιριών, τα γεγονότα είναι γνωστά. Διαφοροποιήσεις και έλλειψη κοινής συνισταμένης με γνώμονα την αγορά. Αντίθετα υπήρξε ανεξάρτητη επιχειρησιακή πολιτική από την κάθε εταιρία.
Σίγουρα κάποιες εταιρίες θα βγουν «κερδισμένες», εντός πολλών όμως εισαγωγικών. Πιστεύω όμως, ότι τα «κέρδη» τους θα είναι ποσοτικά και πρόσκαιρα, ενώ οι ζημιές τους από την μείωση της αξιοπιστίας της αγοράς θα είναι ποιοτικές και μακροβιότερες. Οι αντιδράσεις των εργαζομένων αναμενόμενες και κατανοητές, άλλωστε είναι αυτοί που βρίσκονται ανάμεσα στον πελάτη και την εταιρία και δέχονται τα πυρά.
Η αγορά δεν μπόρεσε να μετατρέψει το πρόβλημα σε ευκαιρία, δεν μπόρεσε να αδράξει την ευκαιρία να τοποθετηθεί απλά, κατανοητά και πειστικά στον καταναλωτή. Κάποιες εταιρίες έμμεσα, μέσω των διαφημιστικών τους εκστρατειών, τοποθετούνται δίπλα στον Πελάτη.
Δεν αρκεί, πρέπει ο πελάτης να κατανοήσει ότι πρέπει να σταθεί δίπλα στην ασφαλιστική αγορά, να την εμπιστευθεί και με τον τρόπο αυτό να στηρίξει την ίδια του την υπόσταση, όχι μεμονωμένα, αλλά ως κοινωνία.
Το κράτος δεν μπορεί να εγγυάται τα πάντα, έχει υποχρέωση όμως να εγγυάται την ορθολογική οργάνωση και τα αποδεκτά πλαίσια λειτουργίας της κάθε αγοράς. Και κυρίως έχει υποχρέωση να γνωρίζει τις επιπτώσεις της κάθε του απόφασης και τον τρόπο να προστατεύει τον πολίτη.
Οι προβλεπόμενοι κανόνες ελέγχου και λειτουργίας της αγοράς αποδείχθηκε ότι δεν μπορούσαν να σταθούν σε «μη κανονικές συνθήκες», σε συνθήκες κρίσης. Όταν όμως ένα μοντέλο δεν προβλέπει τις ενδεχόμενες ακραίες περιστάσεις, τότε ποια η χρησιμότητά του; Οι εσπευσμένες νομοθετικές ρυθμίσεις τροποποίησής του μοντέλου, υποδηλώνουν γρήγορα ανακλαστικά ή διαπίστωση της ανεπάρκειάς του;
Ελπίζω ότι τουλάχιστον γίναμε σοφότεροι. Με μεγάλο κόστος, αλλά σοφότεροι. Οι πληγές θα αργήσουν να κλείσουν, αλλά θα κλείσουν. Το κυριότερο όμως, είναι να μην ξαναεμφανίσει η αγορά μας την εικόνα του 2009, αδικεί τον ίδιο της τον εαυτό.
Τελικά, αν το σκεφθεί κανείς, τριών κατηγοριών ασφαλιστικές εταιρίες θα μπορέσουν να επιβιώσουν στην αυριανή αγορά:
-Οι εταιρίες οι οποίες θα έχουν τόσο δυνατές σχέσεις πιστότητας με τους πελάτες τους και θα αποπνέουν τέτοια φερεγγυότητα και εμπιστοσύνη, που το κόστος των ασφαλιστικών τους προϊόντων θα αποτελεί δευτερεύουσα παράμετρο επιλογής για τους καταναλωτές
-Οι εταιρίες για τις οποίες η προσέλκυση κεφαλαίων δεν θα αποτελεί πρόβλημα και σε κάθε συγκυρία οι μέτοχοί τους θα τις στηρίζουν επαρκώς και
-Η εταιρία που θα προσφέρει το απόλυτο ασφαλιστικό προϊόν: την ασφάλιση του κάθε ασφαλισμένου, ως προς την συνέχιση ισχύος των κάθε μορφής ασφαλιστηρίων συμβολαίων του, σε περίπτωση πτώχευσης ή ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής του εταιρίας
Αν η τρίτη περίπτωση ακούγεται αστεία, λαθεμένη ή εξωπραγματική, θα συμφωνήσω μαζί σας. Άλλωστε δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος ασφάλισης και του «προϊόντος» αυτού από μια άλλη ασφαλιστική εταιρία κ.ο.κ.
Όμως εκεί δεν έχουμε οδηγήσει τον κάθε ασφαλισμένο, να αμφιβάλει για την ίδια του την ασφαλιστική κάλυψη; Ποιος και με ποιόν τρόπο θα απαντήσει πειστικά σ’ αυτόν; Κατά την ταπεινή μου άποψη, μόνο η ίδια η αγορά, ως σύνολο όμως.
Πηγή: Insuranceworld