Ελεύθερη Ενημέρωση - Βήμα στην Άποψη



Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2010

Αλώβητα τα προγράμματα υγείας από την κρίση



Η ζήτηση για τα προγράμματα υγείας δεν έχει μειωθεί παρά το κύμα ακυρώσεων που εκδηλώνεται στον κλάδο ζωής

H υγεία είναι ένα πολύτιμο αγαθό και η εκτίναξη του κόστους περίθαλψης τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα, επιβεβαιώνει αυτή τη διαπίστωση. Η σπουδαιότητα του αγαθού της υγείας επιβεβαιώνεται άλλωστε από την αυξανόμενη ζήτηση για τα νοσοκομειακά προγράμματα τα τελευταία χρόνια, εξέλιξη που συνδέεται κυρίως με τη συνεχή απαξίωση του ΕΣΥ

Τα στοιχεία από τις μεγάλες ασφαλιστικές εταιρείες του κλάδου, δείχνουν ότι παρά την κορύφωση της οικονομικής κρίσης, η ζήτηση για τα προγράμματα υγείας δεν έχει μειωθεί και παρά το κύμα ακυρώσεων που εκδηλώνεται στον κλάδο ζωής, το φαινόμενο δεν δείχνει προς το παρόν να αγγίζει τον κλάδο. 


Αντίθετα οι
ακυρώσεις που καταγράφονται στα προγράμματα ζωής, οδηγούν στη διεύρυνση της συμμετοχής των νοσοκομειακών προγραμμάτων στο συνολικό χαρτοφυλάκιο του κλάδου ζωής, τάση που ενισχύεται από την αβεβαιότητα και την επιδείνωση του επιπέδου της δημόσιας υγείας.

Αν και δεν υπάρχουν ασφαλή στοιχεία για το ακριβές μέγεθος της αγοράς των νοσοκομειακών προγραμμάτων, οι εκτιμήσεις συγκλίνουν ότι  αντιπροσωπεύει το μισό των εργασιών του κλάδου ζωής που με βάση τα στοιχεία του 2009, ανήλθε στα 2,5 δις ευρώ. 


Οι εκτιμήσεις ανεβάζουν το ποσοστό των
καταναλωτών  που διαθέτει προγράμματα υγείας στο 15% του συνολικού πληθυσμού ή το 20% εάν συνυπολογιστούν και τα ομαδικά προγράμματα υγείας.

Leader στην αγορά θεωρείται η μεγαλύτερη εταιρεία του κλάδου η Interamerican , η οποία διαθέτει 210.000 ασφαλιστήρια συμβόλαια και ακολουθούν η Εθνική Ασφαλιστική με 190.000, η Ing , με 150.000 ασφαλισμένους και η Alico με 45.000 ασφαλισμένους, ενώ αξιοσημείωτη παρουσία στον κλάδο έχουν η
Allianz, η Axa Ασφαλιστική, η International Life, η Generali, η Ευρωπαϊκή Πίστη και η Efg Eurolife.

Ο χώρος της υγείας χαρακτηρίζεται από τη δραματική αύξηση του κόστους παροχής υπηρεσιών την τελευταία δεκαετία και στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης βρίσκεται η σχέση μεταξύ ασφαλιστικών εταιρειών και νοσοκομείων. Η συζήτηση αγγίζει εξίσου το χώρο της δημόσιας υγείας και ως βασικές αιτίες αναγνωρίζονται η εξέλιξη της τεχνολογίας, η επιμήκυνση του προσδόκιμου ορίου ζωής, η αύξηση των χρόνιων παθήσεων και οι υψηλές προσδοκίες των καταναλωτών, που είναι και οι αποδέκτες των παροχών υγείας. 


Όπως εξηγεί ο πρόεδρος της
Υποεπιτροπής Υγείας της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος και Γενικός Διευθυντής Υγείας του ομίλου της Interamerican κ. Βελιώτης βασική παράμετρο αποτελεί το στρεβλό καθεστώς ανάπτυξης των νοσηλευτικών μονάδων στη χώρα μας και οι περιορισμοί στο καθεστώς ίδρυσης νέων μονάδων που χρονολογείται από τη δεκαετία του 1980.

Η εξέλιξη αυτή είχε σαν αποτέλεσμα και τη συγκέντρωση των ιδιωτικών κλινών στην Αττική, που οδήγησε με τη σειρά της στην ολιγοπωλιακή διάρθρωση του κλάδου των ιδιωτικών νοσηλευτηρίων. Η ολιγοπωλιακή διάρθρωση του κλάδου αποτελεί έναν από τους βασικούς παράγοντες που δεν επιτρέπουν την ανάπτυξη ενός υγιούς ανταγωνισμού, περιορίζοντας τις δυνατότητες για τη συγκράτηση του κόστους. 


Το πρόβλημα δεν περιορίζεται στις σχέσεις των νοσοκομείων και των εταιρειών. Η διελκυστίνδα μεταξύ νοσοκομείων και ασφαλιστικών, εξελίσσεται σε διελκυστίνδα μεταξύ υπουργείου και εταιρειών, μετά από την πρόθεση της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή να παρέμβει μέσα από το υπό επεξεργασία νομοσχέδιο όχι μόνο στο επίπεδο των αυξήσεων, αλλά και στις συνθήκες βάση των οποίων επιτρέπονται οι αυξήσεις. Όπως εξηγεί ο επικεφαλής του κλάδου της Εθνικής Ασφαλιστικής κ.
Κώστας Κουγιουμτζής η προσπάθεια του κράτους να παρέμβει στο τρόπο ρύθμισης του τιμολογίου, θα αποτελέσει τη χαριστική βολή για τον κλάδο, που ασφυκτιά ήδη από τις υπέρογκες και συχνά αδικαιολόγητες αποζημιώσεις.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η δραματική αύξηση του τζίρου των υπηρεσιών υγείας στη χώρα μας καταρρίπτει χρόνο με το χρόνο κάθε ρεκόρ σε σχέση με τα μέσα επίπεδα του πληθωρισμού. Η αύξηση είναι της τάξης του 13% μεσοσταθμικά τα τελευταία χρόνια, εκτινάσσοντας σε ανεξέλεγκτα επίπεδα το κόστος των νοσοκομειακών και ιατρικών υπηρεσιών στον κλάδο της ιδιωτικής υγείας και η σχεδόν αποκλειστική σύνδεση των προγραμμάτων υγείας με τις ιδιωτικές υπηρεσίες, έχουν εκτινάξει το δείκτη ζημιών (loss ratio) ορισμένων παλαιών συμβολαίων ακόμα και στο 200%. 


Οι εκπρόσωποι των ασφαλιστικών, υποστηρίζουν ότι ο δείκτης ζημιών του κλάδου υγείας, που αντιπροσωπεύει τα συνολικά έξοδα σε σχέση με τα έσοδα, φθάνει το 120%, στοιχείο που καθιστά τον κλάδο άλλη μια ζημιογόνα δραστηριότητα. Πολλοί είναι εκείνοι που θέτουν θέμα επιβίωσης του κλάδου παρομοιάζοντας τον κλάδο υγείας με αυτόν του αυτοκινήτου, κάνοντας λόγο για άλλη μια προβληματική πλευρά της ασφάλισης.


Το πρόβλημα σύμφωνα με την  υπεύθυνη κλάδου υγείας της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος κ. Μαριλένα Κάβουρα εντείνει εντείνει η απουσία μιας μόνιμης σχέσης  συνεργασίας δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, πρακτική που όπως δείχνει η εμπειρία σε χώρες που εφαρμόστηκε, επέτρεψε τον εξορθολογισμό του κόστους. 


Η θεσμοθέτηση της συμπληρωματικότητας του ρόλου της ιδιωτικής ασφάλισης και η συνεργασία μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, αποτελεί την πιο αξιόπιστη λύση, για  τη συγκράτηση των τιμών και ακολουθήθηκε με επιτυχία σε χώρες όπως η Γαλλία, η Ισπανία ή η Πορτογαλία. Ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της δημόσιας ασφάλισης στη χώρα μας αποκλείει άλλωστε το δικαίωμα του opt out, δηλαδή της δυνατότητας του καταναλωτή να επιλέγει το είδος της ασφάλισης που θα έχει, όπως π.χ. ισχύει στη Γερμανία, όπου οι καταναλωτές με εισόδημα άνω των 48.000 ευρώ μπορούν να επιλέξουν μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής ασφάλισης. 


Η πρακτική των κλαδικών συμβάσεων μέσα από διμερείς συμφωνίες μεταξύ εταιρειών και κλινικών δεν επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα στη συγκράτηση του κόστους, αφού όπως εξηγεί η κ.
Κάβουρα, οι εκπτώσεις που επιτυγχάνουν οι εταιρείες στις σχετικές συμβάσεις, δεν παρεμβαίνουν στην καρδιά του προβλήματος.

Οι εταιρείες δεν νομιμοποιούνται να παρέμβουν στην πολιτική τιμολόγησης των κλινικών και επομένως να μειώσουν σημαντικά την αρχική τιμή της υπηρεσίας,  που παραμένει υψηλή.


Από την πλευρά του καταναλωτή, η διάχυση της πληροφορίας ενισχύει την απαίτηση για άμεση και ολοκληρωμένη πρόσβαση στις εξελίξεις της τεχνολογίας. Ιδιαίτερη σημασία έχει η έλλειψη μέτρων προστασίας του ασθενή από χρόνια και συχνά νοσήματα περισσότερα από τα οποία θεωρούνται νοσήματα του πολιτισμού. Τέτοιο μέτρο είναι το disease management, το οποίο σε συνδυασμό με την εφαρμογή ιατρικών πρωτοκόλλων και ιατρικών οδηγιών που θα αποτρέψουν την υπερχρησιμοποίηση των παρεχόμενων υπηρεσιών κατά το πρότυπο της υπερσυνταγογράφησης. 


Η εξυγίανση του κλάδου και η αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ ασφαλιστικών, νοσοκομείων και ασφαλισμένων, όπως επισημαίνεται από την πλευρά των εταιρειών προϋποθέτει την θεσμοθέτηση και στη χώρα μας των ιατρικών πρωτοκόλλων, τα οποία προσδιορίζουν με σαφήνεια και ακρίβεια τις διαδικασίες και τον τρόπο χειρισμού κάθε περιστατικού νοσηλείας. Πρόκειται για διεθνείς κανόνες, που επιτρέπουν την προστασία από καταχρηστικές πρακτικές όχι μόνο του ασφαλιστικού κλάδου, αλλά και του κρατικού τομέα υγείας, αφού στις χώρες στις οποίες έχουν θεσμοθετηθεί, προσδιορίζουν ανάλογες διαδικασίες και στην περίπτωση της δημόσιας υγείας. 


Πρόσφατη έκθεση του
Σώματος Επιθεωρητών Υγείας, δείχνει ότι στη χώρα μας υπερκοστολογημένες είναι οι υπηρεσίες και τα  υλικά, όπως  για παράδειγμα βηματοδότες, στεντς και απινιδωτές. Ενδεικτικά, σύμφωνα με το πόρισμα σε μεγάλο νοσοκομείο το στεντ είχε αρχική τιμή πώλησης 2.950 ευρώ και μετά από διαπραγμάτευση η τιμή έπεσε στα 1.450 ευρώ. Το ίδιο συμβαίνει και με τα ορθοπεδικά υλικά που το ίδιο υλικό σε διαφορετικά νοσοκομεία της χώρας μπορεί να κοστίζει πάνω από 1.400 ευρώ, σε άλλο η τιμή να πέφτει στα 720 ευρώ, ενώ στην Κύπρο το ίδιο υλικό να κοστίζει μόλις 300 ευρώ. Τα παραδείγματα είναι πολλά και όλα συγκλίνουν στην ανάγκη ρύθμισης της ανεξέλεγκτης τιμής και ποσότητας των υπηρεσιών και των προϊόντων που χρησιμοποιούνται στη φροντίδα του ασθενή.
Οι αιτίες της στρέβλωσης που παρατηρείται στον κλάδο, θα πρέπει να αναζητηθούν πριν από μια εικοσαετία περίπου, όταν οι ασφαλιστικές εταιρείες προώθησαν στην αγορά τις κάρτες νοσηλείας. Οι κάρτες που είχαν μέσο κόστος 100.000-120.000 δρχ. την περίοδο εκείνη πουλήθηκαν αφειδώς, καθώς συνέπεσαν στη συνέχεια με την καθιέρωση από την πλευρά της κυβέρνησης του κλειστού νοσηλίου, αλλά και της απαγόρευσης αδειοδότησης νέων ιδιωτικών κλινικών, που οδήγησε σε ελεγχόμενη προσφορά νέων κλινών ως απόρροια της πολιτικής επιλογής καθιέρωσης του EΣY.

Στις αιτίες αυτές θα πρέπει να αναζητηθεί η υποτιμολόγηση του προϊόντος, καθώς οι εταιρείες βασίστηκαν στις συνθήκες ελεγχόμενου κόστους, ενώ την ίδια στιγμή η περίοδος των υψηλών επιτοκίων που ίσχυαν τότε, εξασφάλιζαν σίγουρα κέρδη για τον ασφαλιστικό κλάδο, που έκανε τα πρώτα βήματα μιας αξιοπρόσεκτης ανάπτυξης στη χώρα μας. Tην περίοδο εκείνη όσες μονάδες δεν άντεξαν το αυξανόμενο λειτουργικό κόστος της νοσοκομειακής και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και των περίφημων τότε τιμαριθμικών αναπροσαρμογών τύπου ATA, έκλεισαν. 


Οι ασφαλιστικές εταιρείες διαπίστωσαν όταν απελευθερώθηκαν οι αδειοδοτήσεις και τα νοσήλια, ότι η χρήση της κάρτας συνοδεύθηκε από κατάχρηση της σχετικής υπηρεσίας. Έχοντας συσσωρεύσει σημαντικές ζημιές, ακολούθησαν στη συνέχεια την πολιτική της επιδότησης του κλάδου σε συνδυασμό με μια πολιτική περικοπών εξαιρέσεων στις ιατρικές καλύψεις, προκειμένου να περιορίσουν το κόστος. Οι κάρτες νοσηλείας αποσύρθηκαν σταδιακά από τις εταιρείες και αντικαταστάθηκαν από νέα προγράμματα υγείας που προέβλεπαν συμμετοχή του ασφαλισμένου στο κόστος νοσηλείας. 


Στο τέλος της δεκαετίας άλλωστε οι εταιρείες καθιέρωσαν και το καθεστώς της προέγκρισης των εξετάσεων στην προσπάθειά τους να ελέγξουν το κόστος, αφού δεν έλειψαν και φαινόμενα ενός παροξυσμού εξετάσεων, ενώ οι προσπάθειες των κλαδικών συμφωνιών που ακολούθησαν δεν κατάφεραν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. 


Είκοσι πλέον χρόνια μετά, οι ασφαλιστικές εταιρείες φέροντας και τα βάρη του παρελθόντος, υποστηρίζουν ότι το προϊόν της νοσοκομειακής κάλυψης είναι υποτιμολογημένο και η προσπάθεια εξορθολογισμού του κόστους, που σε κάθε περίπτωση προϋποθέτει τη σύμφωνη γνώμη όλων των εμπλεκόμενων μερών - δεν μπορεί παρά να είναι αναγκαιότητα. 


Οι ευθύνες για τον τρόπο που έχει στηθεί η αγορά της ιδιωτικής υγείας και των σχέσεων με τα νοσοκομεία είναι πάντως μοιρασμένες στο βαθμό που οι ίδιες οι εταιρείες παραδέχονται ότι τιμολόγησαν λάθος ένα προϊόν που εμπεριέχει υψηλές δαπάνες για επενδύσεις. 


Σε αντίθεση με άλλους τομείς, η τεχνολογία λειτουργεί επιβαρυντικά στις δαπάνες υγείας, ενώ την ίδια στιγμή η αύξηση του προσδόκιμου ορίου ζωής κάνει απροσδόκητο το κόστος παροχής αυτής της υπηρεσίας. Δεν είναι τυχαίο ότι μια από τις μεγαλύτερες του κλάδου η Ing έχει αποφασίσει την αποχώρησή της από τον κλάδο, ενώ αρκετές εταιρείες έχουν καταργήσει τα απεριόριστα όρια κάλυψης που υπόσχονταν τα παλιά συμβόλαια. 


Η μεγάλη αλλαγή έχει γίνει με την εισαγωγή συμβολαίων με απαλλαγή (deductible), τον τύπο δηλαδή των προγραμμάτων που καθιστούν τον ασφαλισμένο ενεργό καταναλωτή, αφού συμμετέχει κατά ένα συγκεκριμένο ποσό στις αποζημιώσεις, αποτρέποντας έτσι τη χρήση των υπηρεσιών που δεν είναι πραγματική ανάγκη (τεχνητή ζήτηση).


Τις σχέσεις των δύο μερών ωστόσο δεν μονοπωλεί το κλίμα αντιπαράθεσης. Η οικονομική κρίση και η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος από την πλευρά των νοικοκυριών, που με τη σειρά της συμπαρασύρει και σε μείωση της ζήτησης για τις υπηρεσίες των ιδιωτικών νοσηλευτηρίων, οδηγεί σε αναζήτηση τρόπων καλύτερης συνεργασίας και περιορισμού του κόστους. 


Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται η προσπάθεια ορισμένων μεγάλων ομίλων να απορροφήσουν το κόστος από την επιβολή ΦΠΑ 11% στις υπηρεσίες του νοσοκομείων που επιβλήθηκε από την 1η Ιουνίου, ενώ αντίστοιχες προσπάθειες γίνονται και από την πλευρά των ασφαλιστικών εταιρειών, που έχουν αναλάβει την κάλυψή του όταν ο ασθενής καταφεύγει στα συμβεβλημένα νοσοκομεία.


Μεγάλες εταιρείες του κλάδου προειδοποιούν ότι παρέμβαση του κράτους στην τιμολογιακή πολιτική των εταιρειών, θα τις υποχρεώσει να περιορίσουν τις επιλογές που έχουν τώρα ο καταναλωτής να επιλέξει μεταξύ μακροχρόνιων προγραμμάτων και ετησίως ανανεούμενων. Η στροφή σε ετήσια ή μεσοπρόθεσμα προγράμματα, π.χ. 5ετούς διάρκειας, θα επιτρέψει στις εταιρείες να καθορίζουν το κόστος κάθε προγράμματος και το ύψος των απαιτούμενων τιμολογήσεων, χωρίς προστριβές με τους πελάτες τους, αλλά η εξέλιξη αυτή θα αποτρέψει μεγάλο αριθμό των ασφαλισμένων από το αγαθό της ιδιωτικής ασφάλισης. 


Προβάλλοντας ως κύριο επιχείρημα τις ζημιές που συσσωρεύουν τόσο τα παλιά όσο και τα νέα συμβόλαια, ο κλάδος υπεραμύνεται της αναγκαιότητας των αυξήσεων, τουλάχιστον στα όρια του ιατρικού πληθωρισμού, ο οποίος όπως σημειώνουν δεν αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείκτη, αφού δεν μετράει το κόστος νοσηλείας των ιδιωτικών  νοσηλευτηρίων.
Οι αυξημένες ζημιές που συσσωρεύσει ο κλάδος της ασφάλισης υγείας στη χώρα μας, σηματοδοτούν τη στροφή στα ετησίως ανανεούμενα συμβόλαια, τα οποία επιτρέπουν στην ασφαλιστική εταιρεία όχι μόνο να κάνει αυξήσεις κάθε χρόνο, αλλά και να αποσύρει από την αγορά σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι τα συγκεκριμένα συμβόλαια δεν είναι βιώσιμα. Ο ισόβιος χαρακτήρας των συμβολαίων αμφισβητείται πλέον ευθέως από τις μεγάλες εταιρείες του κλάδου, που επισημαίνουν ότι μετά τον κλάδο του αυτοκινήτου, ο κλάδος υγείας αναδεικνύεται ως ο μεγάλος ασθενής.

Η στροφή θεωρείται νομοτελειακή ενόψει της προσαρμογής της ασφαλιστικής αγοράς στους νέους κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας, στη
Solvency II. Με βάση τους νέους κανόνες, οι εταιρείες θα υποχρεωθούν να κρατούν αποθέματα με βάση τις πραγματικές υποχρεώσεις που ενσωματώνουν τα προγράμματα και οι οποίες στην περίπτωση των ισόβιων συμβολαίων είναι μακροχρόνιας διάρκειας.

Με βάση τη σημερινή πρακτική οι εταιρείες κρατούν απόθεμα με βάση την ετήσια διάρκειά τους, πρακτική που θεωρείται τελείως στρεβλή και παραπλανητική ως προς τις πραγματικές ανάγκες αποθεματοποίησης και των κεφαλαίων που απαιτούν για την κάλυψή τους.

Πηγή: Insuranceworld 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου