Πηγή: insuranceworld.gr
Η «ανασφάλιστη αγορά» σε περιόδους ύφεσης διατρέχει τον
κίνδυνο να μην μπορεί να ανταποκριθεί σε απρόβλεπτες ζημιές
Χιλιάδες επιχειρήσεις στην Ελλάδα είναι ανασφάλιστες και χιλιάδες
επαγγελματίες θεωρούν την ασφάλιση περιττή πολυτέλεια. Το γεγονός αυτό
απασχολεί, επί δεκαετίες, την ελληνική ασφαλιστική αγορά, στο σύνολό
της, η οποία αναζητεί τρόπους διείσδυσης, προσέγγισης και ανάπτυξης.
Η
κάθε ασφαλιστική εταιρεία, με κάθε τρόπο, είτε απευθείας, είτε μέσω των
δικτύων της, είτε μέσω των συνεργαζομένων τραπεζών, παρεμβαίνει και
προσπαθεί να αυξήσει το μερίδιό της στη συγκεκριμένη αγορά, συμβάλλοντας
με αυτόν τον τρόπο και στη συνολική ανάπτυξη.
Εξέλιξη υπάρχει, η ασφαλιστική συνείδηση εδραιώνεται όλο και περισσότερο, τα οφέλη μιας επιχείρησης και ενός επαγγελματία από την σωστή ασφάλιση γίνονται όλο και πιο διακριτά, αλλά βρισκόμαστε ακόμα πολύ πίσω. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία που παρουσιάστηκαν σε εκδήλωση του ΣΕΜΑ, η συνολική «ασφαλιστική ύλη», από πλευράς περιουσίας στην Ελλάδα, επιχειρήσεις και κατοικίες, προσεγγίζει το 1,6 τρισ. ευρώ, από τα οποία το 1/3 περίπου αφορά στις επιχειρήσεις. Από την ύλη αυτή, και πάλι κατ΄ εκτίμηση του ΣΕΜΑ, τα ασφάλιστρα του 2009, αντιστοιχούν στο 20% περίπου της μέγιστης παραγωγής, που θα μπορούσε να δημιουργηθεί από την ασφαλιστική αυτή ύλη.
Το γεγονός αυτό, «της ανασφάλιστης αγοράς» δηλαδή, δεν πρέπει να αποδοθεί στην παρούσα κρίση, αφού είναι διαχρονικό. Απλώς σήμερα, λόγω της κρίσης, διογκώνεται, καθώς η επιχειρηματική δραστηριότητα μειώνεται και το κόστος της ασφάλισης της επιχείρησης έχει (λανθασμένα) μεταφερθεί στα ελαστικά έξοδα. Η πρόσφατη δε απόφαση των ασφαλιστικών εταιρειών, περί μείωσης του χρόνου απόδοσης των ασφαλίστρων, δημιουργεί ένα ακόμα πρόβλημα στις επιχειρήσεις που δεν έχουν ρευστότητα.
Συνολικά στην ελληνική αγορά, δεν παρατηρείται πλέον, μόνο το πρόβλημα της «μη ασφάλισης», αλλά και της αναθεώρησης των ήδη υφισταμένων ασφαλιστηρίων συμβολαίων και πελατών, υπό το πρίσμα των νέων οικονομικών δεδομένων. Όλοι οι «μεγάλοι» πελάτες, παλαιοί και νέοι, ελέγχονται και ως προς την ικανότητα άμεσης πληρωμής των ασφαλίστρων. Οι ασφαλιστικές εταιρείες επιθυμούν διακαώς την περαιτέρω ανάπτυξη και ιδίως στους επιχειρηματικούς και επαγγελματικούς κινδύνους, αλλά η κρίση και οι όροι που θέτει η Solvency II, δημιουργούν ανάσχεση.
Εύρος ασφαλιστικών καλύψεων για επιχειρήσεις και επαγγελματίες
Η ασφάλιση «επιχειρήσεων και επαγγελματιών» σήμερα, απαιτεί πλέον ένα ολόκληρο πλέγμα καλύψεων, που ξεφεύγει από τα στενά όρια ενός κλάδου ασφάλισης και, μερικές φορές, από τα όρια μιας ασφαλιστικής εταιρείας. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η ασφάλιση μιας επιχείρησης εντάσσεται στις βασικές της ανάγκες και κάθε σχεδιασμός λειτουργίας και ανάπτυξης δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αν δεν περιλαμβάνει πρόβλεψη αντιμετώπισης κινδύνων, μέσω ασφαλιστικών καλύψεων.
Οι σχεδιασμοί αυτοί, για οποιουδήποτε μεγέθους επιχείρηση, αποτελούν προϋπόθεση βιωσιμότητας για την ίδια. Το μέγεθος της επιχείρησης είναι έννοια απόλυτη ως προς τα οικονομικά της δεδομένα (κεφάλαια-εγκαταστάσεις-πωλήσεις), αλλά ταυτόχρονα και έννοια σχετική, σε σχέση με την μετοχική της σύνθεση, την επέκταση της και τους στόχους της. Η ανάγκη της ασφάλισης υφίσταται εξίσου, γιατί η προστασία που παρέχεται στην επιχείρηση, είναι ανάλογη των επιπτώσεων που θα υφίστατο η επιχείρηση από έναν απρόβλεπτο κίνδυνο.
Για την προσέγγιση των ασφαλιστικών αναγκών των επιχειρήσεων, το πρώτο βήμα είναι η ανάλυση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης. Υπάρχουν πολλών μορφών δραστηριότητες, άμεσες και έμμεσες, συνεχείς και περιστασιακές, κύριες και δευτερεύουσες. Κάθε επιχείρηση, παράλληλα με την τρέχουσα εμφανή και κύρια δραστηριότητά της, διαχειρίζεται κινδύνους, που ίσως δεν είναι άμεσα ορατοί ή δεν εφάπτονται της καθημερινής της λειτουργίας.
Η σύγχρονη επιχειρηματικότητα εκδηλώνεται και αναπτύσσεται εντός ενός πολυπλοκότατου οικονομικού και κοινωνικού πλαισίου και αλληλοεξαρτάται από πληθώρα παραγόντων, τις περισσότερες φορές μη ελεγχόμενων από την ίδια την επιχείρηση. Οι επιπτώσεις όμως ενός καταστροφικού γεγονότος, αφορούν και την επιχείρηση, ανεξάρτητα από την εμπλοκή της ή όχι, στις αιτίες που δημιούργησαν το γεγονός αυτό.
Ταυτόχρονα, η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων και εμπορευμάτων, σχεδόν σε όλη την Ευρώπη, η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, η σύγκλιση του τρόπου αντιμετώπισης διεθνών προβλημάτων, οι διακρατικές συμφωνίες εναρμόνισης νομοθεσιών και διαδικασιών και η συνεχώς εντεινόμενη εποπτεία και ο έλεγχος του πλαισίου λειτουργίας και ανάπτυξης της επιχειρηματικότητας, εκθέτουν κάθε επιχείρηση σε κινδύνους πρωτόγνωρους.
Η επιχειρηματικότητα σήμερα, έχει δηλαδή να αντιμετωπίσει κινδύνους που δεν προέρχονται μόνο από απρόβλεπτα γεγονότα, που αφορούν στις ίδιες τις εγκαταστάσεις της ή στους εργαζόμενους σε αυτές, αλλά πολύ ευρύτερους κινδύνους που άπτονται της κοινωνίας, του περιβάλλοντος και των απαιτήσεων τρίτων.
Σε αυτούς τους κινδύνους απαντούν προϊόντα της σύγχρονης ασφαλιστικής βιομηχανίας και σε συνδυασμό με τις παραδοσιακές ασφαλιστικές καλύψεις, δηλαδή τις καλύψεις κατά ζημιών των εγκαταστάσεων, του εξοπλισμού, των εμπορευμάτων των πρώτων υλών κ.λπ. και κατά των ατυχημάτων των εργαζομένων, δημιουργούν ένα σύνθετο και ασφαλές δίχτυ προστασίας της επιχείρησης.
Εξέλιξη υπάρχει, η ασφαλιστική συνείδηση εδραιώνεται όλο και περισσότερο, τα οφέλη μιας επιχείρησης και ενός επαγγελματία από την σωστή ασφάλιση γίνονται όλο και πιο διακριτά, αλλά βρισκόμαστε ακόμα πολύ πίσω. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία που παρουσιάστηκαν σε εκδήλωση του ΣΕΜΑ, η συνολική «ασφαλιστική ύλη», από πλευράς περιουσίας στην Ελλάδα, επιχειρήσεις και κατοικίες, προσεγγίζει το 1,6 τρισ. ευρώ, από τα οποία το 1/3 περίπου αφορά στις επιχειρήσεις. Από την ύλη αυτή, και πάλι κατ΄ εκτίμηση του ΣΕΜΑ, τα ασφάλιστρα του 2009, αντιστοιχούν στο 20% περίπου της μέγιστης παραγωγής, που θα μπορούσε να δημιουργηθεί από την ασφαλιστική αυτή ύλη.
Το γεγονός αυτό, «της ανασφάλιστης αγοράς» δηλαδή, δεν πρέπει να αποδοθεί στην παρούσα κρίση, αφού είναι διαχρονικό. Απλώς σήμερα, λόγω της κρίσης, διογκώνεται, καθώς η επιχειρηματική δραστηριότητα μειώνεται και το κόστος της ασφάλισης της επιχείρησης έχει (λανθασμένα) μεταφερθεί στα ελαστικά έξοδα. Η πρόσφατη δε απόφαση των ασφαλιστικών εταιρειών, περί μείωσης του χρόνου απόδοσης των ασφαλίστρων, δημιουργεί ένα ακόμα πρόβλημα στις επιχειρήσεις που δεν έχουν ρευστότητα.
Συνολικά στην ελληνική αγορά, δεν παρατηρείται πλέον, μόνο το πρόβλημα της «μη ασφάλισης», αλλά και της αναθεώρησης των ήδη υφισταμένων ασφαλιστηρίων συμβολαίων και πελατών, υπό το πρίσμα των νέων οικονομικών δεδομένων. Όλοι οι «μεγάλοι» πελάτες, παλαιοί και νέοι, ελέγχονται και ως προς την ικανότητα άμεσης πληρωμής των ασφαλίστρων. Οι ασφαλιστικές εταιρείες επιθυμούν διακαώς την περαιτέρω ανάπτυξη και ιδίως στους επιχειρηματικούς και επαγγελματικούς κινδύνους, αλλά η κρίση και οι όροι που θέτει η Solvency II, δημιουργούν ανάσχεση.
Εύρος ασφαλιστικών καλύψεων για επιχειρήσεις και επαγγελματίες
Η ασφάλιση «επιχειρήσεων και επαγγελματιών» σήμερα, απαιτεί πλέον ένα ολόκληρο πλέγμα καλύψεων, που ξεφεύγει από τα στενά όρια ενός κλάδου ασφάλισης και, μερικές φορές, από τα όρια μιας ασφαλιστικής εταιρείας. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η ασφάλιση μιας επιχείρησης εντάσσεται στις βασικές της ανάγκες και κάθε σχεδιασμός λειτουργίας και ανάπτυξης δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αν δεν περιλαμβάνει πρόβλεψη αντιμετώπισης κινδύνων, μέσω ασφαλιστικών καλύψεων.
Οι σχεδιασμοί αυτοί, για οποιουδήποτε μεγέθους επιχείρηση, αποτελούν προϋπόθεση βιωσιμότητας για την ίδια. Το μέγεθος της επιχείρησης είναι έννοια απόλυτη ως προς τα οικονομικά της δεδομένα (κεφάλαια-εγκαταστάσεις-πωλήσεις), αλλά ταυτόχρονα και έννοια σχετική, σε σχέση με την μετοχική της σύνθεση, την επέκταση της και τους στόχους της. Η ανάγκη της ασφάλισης υφίσταται εξίσου, γιατί η προστασία που παρέχεται στην επιχείρηση, είναι ανάλογη των επιπτώσεων που θα υφίστατο η επιχείρηση από έναν απρόβλεπτο κίνδυνο.
Για την προσέγγιση των ασφαλιστικών αναγκών των επιχειρήσεων, το πρώτο βήμα είναι η ανάλυση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης. Υπάρχουν πολλών μορφών δραστηριότητες, άμεσες και έμμεσες, συνεχείς και περιστασιακές, κύριες και δευτερεύουσες. Κάθε επιχείρηση, παράλληλα με την τρέχουσα εμφανή και κύρια δραστηριότητά της, διαχειρίζεται κινδύνους, που ίσως δεν είναι άμεσα ορατοί ή δεν εφάπτονται της καθημερινής της λειτουργίας.
Η σύγχρονη επιχειρηματικότητα εκδηλώνεται και αναπτύσσεται εντός ενός πολυπλοκότατου οικονομικού και κοινωνικού πλαισίου και αλληλοεξαρτάται από πληθώρα παραγόντων, τις περισσότερες φορές μη ελεγχόμενων από την ίδια την επιχείρηση. Οι επιπτώσεις όμως ενός καταστροφικού γεγονότος, αφορούν και την επιχείρηση, ανεξάρτητα από την εμπλοκή της ή όχι, στις αιτίες που δημιούργησαν το γεγονός αυτό.
Ταυτόχρονα, η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων και εμπορευμάτων, σχεδόν σε όλη την Ευρώπη, η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, η σύγκλιση του τρόπου αντιμετώπισης διεθνών προβλημάτων, οι διακρατικές συμφωνίες εναρμόνισης νομοθεσιών και διαδικασιών και η συνεχώς εντεινόμενη εποπτεία και ο έλεγχος του πλαισίου λειτουργίας και ανάπτυξης της επιχειρηματικότητας, εκθέτουν κάθε επιχείρηση σε κινδύνους πρωτόγνωρους.
Η επιχειρηματικότητα σήμερα, έχει δηλαδή να αντιμετωπίσει κινδύνους που δεν προέρχονται μόνο από απρόβλεπτα γεγονότα, που αφορούν στις ίδιες τις εγκαταστάσεις της ή στους εργαζόμενους σε αυτές, αλλά πολύ ευρύτερους κινδύνους που άπτονται της κοινωνίας, του περιβάλλοντος και των απαιτήσεων τρίτων.
Σε αυτούς τους κινδύνους απαντούν προϊόντα της σύγχρονης ασφαλιστικής βιομηχανίας και σε συνδυασμό με τις παραδοσιακές ασφαλιστικές καλύψεις, δηλαδή τις καλύψεις κατά ζημιών των εγκαταστάσεων, του εξοπλισμού, των εμπορευμάτων των πρώτων υλών κ.λπ. και κατά των ατυχημάτων των εργαζομένων, δημιουργούν ένα σύνθετο και ασφαλές δίχτυ προστασίας της επιχείρησης.
Η ασφάλιση σε περιόδους οικονομικής ύφεσης
Δυστυχώς, πολλοί επιχειρηματίες και επαγγελματίες, θεωρούν ότι το κόστος της ασφάλισης περιλαμβάνεται στα ελαστικά έξοδα τα επιχείρησης και, συνεπώς, είναι από τα πρώτα, τα οποία περικόπτονται σε περιόδους με οικονομικά προβλήματα. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο λάθος από αυτό, το αντίθετο ακριβώς ισχύει.
Η ασφάλιση, στη βασική της τουλάχιστον μορφή, προστατεύει τον ασφαλισμένο σε περίπτωση ζημιών, λόγω ενός απρόβλεπτου κινδύνου, και του εξασφαλίζει τη δυνατότητα να συνεχίσει τη λειτουργία του. Το ερώτημα που τίθεται είναι, αν, μετά την επέλευση του κινδύνου και τη ζημιά που θα υποστεί ένας ανασφάλιστος επιχειρηματίας, είναι σε θέση να αποκαταστήσει τις ζημιές και να ορθοποδήσει και πάλι η επιχείρησή του.
Σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας, σε περιόδους επέκτασης του τραπεζικού τομέα και αφειδούς προσφοράς επιχειρηματικών δανείων, σε περιόδους ύπαρξης πολλαπλών εναλλακτικών επιχειρηματικών ευκαιριών, μπορεί να υποστηρίξει κάποιος ότι, ανεξαρτήτως κόστους, θα ξεκινήσει και πάλι, παρά την καταστροφή που υπέστη, και ότι θα βρει χρηματοδότες και αρωγούς.
Σε περιόδους οικονομικής ύφεσης, σε περιόδους έλλειψης κεφαλαίων, τραπεζικών και μη, σε περιόδους μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος, αλλά και παράλληλης αύξησης των κάθε είδους υποχρεώσεων, με ποια κεφάλαια θα αποκαταστήσει ένας επιχειρηματίας μια ενδεχόμενη απρόβλεπτη ζημιά; Και αν βρει πηγή κεφαλαίων, με ποιο κόστος;
Μια ανασφάλιστη ζημιά, σε τέτοιες περιόδους που βιώνουμε, είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει και σε πλήρη επιχειρηματική καταστροφή, ίσως και σε πλήρη προσωπική καταστροφή του επιχειρηματία. Η ασφαλιστική κάλυψη είναι το μόνο αντίδοτο, η μόνη προστασία σε τέτοιες περιόδους. Η ασφάλιση, όχι μόνο δεν περιλαμβάνεται στα προς περικοπή ελαστικά έξοδα μιας επιχείρησης, αλλά αποτελεί ουσιαστική επένδυση, με ελάχιστο συγκριτικά κόστος.
Ο ρόλος των διαμεσολαβούντων προσώπων
Η αναζήτηση των πλέγματος αυτών των καλύψεων δεν πρέπει να αποτελεί αντικείμενο της ίδιας της επιχείρησης. Ο λόγος είναι απλός, μια επιχείρηση, ανεξαρτήτως μεγέθους, δεν έχει τη γνώση και την εμπειρία ανάλυσης των κινδύνων αυτών, ούτως ώστε στη συνέχεια να αναζητήσει τις αντίστοιχες καλύψεις. Παράλληλα, είναι αδύνατο μια επιχείρηση να παρακολουθεί συνεχώς την εξέλιξη της ασφαλιστικής βιομηχανίας και να επιλέγει τα πιο σύγχρονα προϊόντα, ακόμα και αν διαθέτει ειδικό ασφαλιστικό τμήμα.
Για τον σκοπό αυτό, υπάρχουν οι πιστοποιημένοι επαγγελματίες του ασφαλιστικού χώρου, που μπορούν να προσφέρουν τις υπηρεσίες αυτές. Η ύπαρξη διαμεσολαβούντος προσώπου, μόνο προστιθέμενη αξία προσφέρει σε μια επιχείρηση και η έλλειψή του εγκυμονεί κινδύνους, οι οποίοι, δυστυχώς, διαπιστώνονται μετά την επέλευση του κινδύνου.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε επίσης, ότι ένας πιστοποιημένος επαγγελματίας διαμεσολαβητής, με εμπειρία στους μεγάλους επιχειρηματικούς κινδύνους, μπορεί να μεταφέρει τη συσσωρευμένη γνώση του και σε μικρότερες επιχειρήσεις. Αντίθετα, η προσέγγιση από τους απλούς παραδοσιακούς κινδύνους προς τα νέα ασφαλιστικά πεδία είναι πολύ δυσκολότερη.
Τέλος, η ασφαλιστική τοποθέτηση των κινδύνων μιας επιχείρησης, μπορεί να επιτευχθεί με πολλούς τρόπους και όχι απλά με κάποιο (ή κάποια) πολυασφαλιστήρια μιας ασφαλιστικής εταιρείας. Η ανεύρεση των καλύτερων προγραμμάτων, με το σωστό κόστος, είτε σε μία ασφαλιστική εταιρεία, είτε σε περισσότερες, είτε συνασφαλιστικά, είτε όχι, είτε στην εγχώρια αγορά, είτε στην διεθνή, αποτελεί έργο των πιστοποιημένων επαγγελματιών διαμεσολαβητών. Το iw σας παραθέτει, στο πλαίσιο όλων των προαναφερθέντων, τις απόψεις στελεχών της αγοράς για το συγκεκριμένο κλάδο ασφάλισης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου