Από την ετήσια έκθεση της ΙΝΕ/ΓΣΕΕ για την κατάσταση της οικονομίας
ξεχωρίσαμε και αναδημοσιεύουμε άκρως ενδιαφέροντα και
σημαντικότατα στοιχεία, για τον μέσο όρο των αμοιβών και τη γενικότερη
κατάσταση της απασχόλησης στη σημερινή Ελλάδα:
Οι μέσες ετήσιες αποδοχές του 2009 στην
Ελλάδα ανέρχονταν σε 28.548 ευρώ έναντι 39.562 ευρώ κατά μέσο όρο στην
Ε.Ε.-15. Μόνο σε τρεις χώρες (Κύπρο, Σλοβενία, Πορτογαλία) οι αποδοχές
ήταν μικρότερες από ό,τι στην Ελλάδα.
Οι διάμεσες ακαθάριστες μηνιαίες
αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα και τις επιχειρήσεις άνω των 10 ατόμων για
τους εργαζόμενους που απασχολούνται με πλήρες ωράριο ανέρχονταν το 2009
σε 1.550 ευρώ.
Έτσι, το 50% των πλήρως απασχολούμενων μισθωτών στην
Ελλάδα αμείβονταν το 2009 με ακαθάριστες μηνιαίες αποδοχές μικρότερες
των 1.550 ευρώ. Η αγοραστική δύναμη του μέσου ακαθάριστου μισθού στην
Ελλάδα κατά το 2009 ανερχόταν στο 82,4% του μέσου όρου της Ε.Ε.-15. Η
αντίστοιχη αγοραστική δύναμη στην Πορτογαλία ήταν 65,7% της Ε.Ε.-15, ενώ
το επίπεδο της Ισπανίας ήταν 84,3% της Ε.Ε.-15.
Ο κατώτατος μηνιαίος μισθός σε ευρώ στην Ελλάδα, συνεχίζει να υστερεί
έναντι των κατώτατων μισθών των πλουσιότερων χωρών μελών της Ευρωπαϊκής
Ένωσης και ανέρχεται περίπου στο 60% του αντίστοιχου κατώτατου μισθού
της πρώτης κατηγορίας χωρών (Αγγλία, Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Ιρλανδία
και Λουξεμβούργο), ενώ βρίσκεται σε ευνοϊκότερη θέση έναντι του
αντίστοιχου κατώτατου μισθού των χωρών της δεύτερης κατηγορίας χωρών
(Πορτογαλία, Σλοβενία, Μάλτα, Ισπανία).
Η συμμετοχή των μεταναστών στο εργατικό δυναμικό της χώρας καθ’ όλη
τη διάρκεια του 2009, είναι αυξητική, γεγονός που συνδυάζεται με την
σταδιακή ένταξη των μεταναστών στον παραγωγικό ιστό. Χαρακτηριστικό
γνώρισμα των μεταβολών κατά το 2009 είναι όχι μόνο η διατήρηση του
μεριδίου τους αλλά και η αύξηση της απασχόλησής τους σε αντίθεση με τη
συνολικότερη φθίνουσα πορεία της απασχόλησης.
Όμως, κατά το τελευταίο
τρίμηνο του 2009 η αύξηση της απασχόλησης των μεταναστών υποχωρεί
εξαιτίας της ύφεσης της κατασκευαστικής δραστηριότητας και της
μεταποίησης, η ανεργία των οποίων οδηγεί επιλεκτικά ορισμένους απ’
αυτούς στην επιλογή της παλιννόστησης. Παράλληλα, η συμμετοχή τους στην
απασχόληση στους κλάδους της γεωργίας και του τουρισμού κατά την περίοδο
της οικονομικής κρίσης και ύφεσης, οφείλεται στην αναζήτηση φτηνού
εργατικού δυναμικού από την πλευρά των επιχειρήσεων των αντίστοιχων
κλάδων.
Ακόμη, η περίοδος της οικονομικής κρίσης και ύφεσης συνδέθηκε με τη
λήψη μέτρων στο πεδίο της αγοράς εργασίας και των εργασιακών σχέσεων
δημιουργώντας ένα νέο τοπίο που ανατρέπει το περιεχόμενο της εργασίας
και των δικαιωμάτων της όπως αυτά διαμορφώθηκαν από τις πρώτες δεκαετίες
του 20ου αιώνα και δομήθηκαν σταδιακά στη μακρά περίοδο της
μεταπολεμικής και μεταπολιτευτικής περιόδου.
Τέλος, η αποτίμηση της νέας ασφαλιστικής νομοθεσίας, συνηγορεί στη
διαπίστωση ότι το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (ΣΚΑ) αντιμετωπίσθηκε ως
δημοσιονομικό ζήτημα και όχι ως θεμελιώδης συνιστώσα του κοινωνικού
κράτους, με αποτέλεσμα στο παρόν και στο μέλλον το επίπεδο της
κοινωνικής του αποτελεσματικότητας να υποτάσσεται στις επιταγές της
οικονομικής πραγματικότητας (βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος).
Πηγή: Insurancedaily
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου