«Ο Συστημικός Κίνδυνος στις Ασφάλειες -
Ανάλυση της ασφαλιστικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας». Με τον παραπάνω
τίτλο δημοσιοποιήθηκε Ειδική Έκθεση από
την ομάδα εργασίας για το Συστημικό Κίνδυνο της Geneva Association.
Στην εν
λόγω έκθεση του οργανισμού συμπεριλαμβάνονται πολύτιμα, τεκμηριωμένα στοιχεία
για τη δομή των ασφαλιστικών εργασιών και τις ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στην
τραπεζική και την ασφαλιστική δραστηριότητα. Πώς, όμως, προέκυψε η ανάγκη γι’
αυτή τη μελέτη και τη δημοσιοποίηση της έκθεσης;
Η οικονομική κρίση οδήγησε σε εκτεταμένες
εκκλήσεις για περαιτέρω ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Μεταξύ των
προτάσεων που έγιναν σε αυτή την κατεύθυνση και συζητιούνται για να
εφαρμοστούν, υπήρξε και η ιδέα εφαρμογής αυστηρότερης εποπτείας και
επαχθέστερων κανονιστικών ρυθμίσεων για «Ιδρύματα που σχετίζονται με το
Συστημικό Κίνδυνο».
Αυτό αφορά συνήθως τα τραπεζικά ιδρύματα, όμως, φαίνεται
πως ορισμένες κυβερνήσεις και οργανισμοί ζητούν σήμερα να αντιμετωπιστούν
παρόμοια και τα ασφαλιστικά ιδρύματα. Η έκθεση εξετάζει, λοιπόν, αυτό το
ενδεχόμενο βασισμένη σε πραγματικά στοιχεία, case studies και πλήθος
πληροφοριών που αντλήθηκαν από την ασφαλιστική αγορά και τον τρόπο λειτουργίας
της.
Ειδικότερα, στο πρώτο κεφάλαιο, μεγάλο μέρος του οποίου παραθέτουμε στη
συνέχεια, εξετάζεται ο διαφορετικός ρόλος της τραπεζικής και της ασφαλιστικής
αγοράς στην πρόσφατη οικονομική κρίση, η οποία και έπληξε πολύ λιγότερο τη
δεύτερη. Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι κατατοπιστικό, για όποιον επιθυμεί να
κατανοήσει τη διαφορετικότητα των δύο αγορών:
Θα ξεκινήσουμε
περιγράφοντας τους διάφορους ρόλους των τραπεζών και ασφαλιστικών
εταιρειών στη χρηματοοικονομική κρίση και τον αντίκτυπό της σε αυτές.
Αυτό είναι σημαντικό όταν κανείς εξετάζει την επέκταση ρυθμιστικών
προτάσεων σχεδιασμένων για τράπεζες ώστε να καλύπτουν και ασφαλιστικές
εταιρείες.
1.1. Η χρηματοοικονομική κρίση: οι επιπτώσεις σε τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες
Όλοι πλέον γνωρίζουμε την ιστορία της χρηματοοικονομικής κρίσης. Η πτώση των τιμών ακινήτων και η αύξηση του ποσοστού καθυστερήσεων ή αδυναμίας αποπληρωμής δανείων στις ΗΠΑ οδήγησε σε μειώσεις αξίας ακίνητων περιουσιακών στοιχείων. Το 2007, πτώχευσε η Countrywide, ο μεγαλύτερος πάροχος στεγαστικών δανείων αυξημένου κινδύνου (subprime) στις ΗΠΑ, ενώ η Bear Stearns χρειάστηκε να διασώσει δύο δικά της κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου (hedge funds) που είχαν σημαντικές επενδύσεις σε επικίνδυνα χρεόγραφα. Το Μάρτιο του 2008, η Bear Stearns διεσώθη από την JP Morgan.
Μέχρι τον Οκτώβριο του 2008, οι AIG, Freddie Mac και Fannie Mae είχαν διασωθεί με χρήματα των φορολογούμενων, ενώ η Lehman Brothers είχε αφεθεί να καταρρεύσει. Η αβεβαιότητα σχετικά με τη φερεγγυότητα μεγάλων τραπεζών, εκτεθειμένων στα «τοξικά χρεόγραφα», προκάλεσε την παράλυση των διατραπεζικών αγορών. Για να αποσοβηθεί η οικονομική καταστροφή, οι κυβερνήσεις στήριξαν το χρηματοοικονομικό κλάδο με διευρυμένες εγγυήσεις καταθέσεων και μεγάλες ενέσεις δανειακών και ιδίων κεφαλαίων.
Δεν ήταν όλες οι εταιρείες του χρηματοοικονομικού κλάδου εξίσου υπεύθυνες για την κρίση, ούτε και όλες επηρεάστηκαν το ίδιο. Συγκεκριμένα, η κρίση είχε λιγότερο έντονο αντίκτυπο στις ασφαλιστικές εταιρείες σε σχέση με τις τράπεζες. Οι ασφαλιστικές εταιρείες επλήγησαν από την κρίση αργότερα, χρειάστηκαν σημαντικά λιγότερα πρόσθετα κεφάλαια και βίωσαν πολύ μικρότερο αντίκτυπο στους όγκους νέων εργασιών.
1.1.1. Ασφαλιστικές εταιρείες έναντι τραπεζών: κεφάλαια και δυνατότητα ανάληψης κινδύνων
Οι ζημιές στον ασφαλιστικό κλάδο ανέρχονται μόλις στο ένα έκτο των ζημιών στον τραπεζικό και η συγκέντρωση νέων κεφαλαίων μόλις στο ένα ένατο. Από μόνη της η AIG αντιπροσωπεύει το 58% νέων κεφαλαίων στον ασφαλιστικό κλάδο και το 36% των ζημιών από δάνεια, που προέκυψαν όχι κατά την εκτέλεση των ασφαλιστικών εργασιών αλλά από τη μεγάλη έκθεση της AIG σε ασφάλιστρα κινδύνου (CDS). Αν εξαιρέσουμε την AIG από τα στοιχεία, οι τράπεζες χρειάστηκε να συγκεντρώσουν 20 φορές περισσότερα κεφάλαια από τις ασφαλιστικές εταιρείες.
Αυτές οι συγκριτικά μικρές ζημιές τονίζουν ότι ο ασφαλιστικός κλάδος έχασε λίγη από τη δυνατότητα ανάληψης εργασιών, όπως μετράται από τα ίδια κεφάλαια. Μάλιστα, οι περισσότερες ασφαλιστικές εταιρείες ήταν σε θέση να απορροφήσουν συγκριτικά μεγάλες ζημιές από δάνεια του ισολογισμού τους, ενώ πολλές τράπεζες χρειάστηκε να καταφύγουν σε δημόσια χρηματοδότηση.
Στοιχείο 1. Ανακεφαλαιοποίηση και Ζημιές από δάνεια
1.1.2. Ασφαλιστικές εταιρείες έναντι τραπεζών: σταθερός όγκος και τιμολόγησηΚατά
την πορεία προς την κρίση αυξήθηκε σημαντικά η μόχλευση. Η έκδοση
διασφαλισμένων αξιόγραφων κορυφώθηκε στα τέλη του 2007, σημειώνοντας
πτώση το 2008, καθώς μειώθηκε η ζήτηση των υποκείμενων χρεογράφων και η
JP Morgan διέσωσε τη Bear Stearns. Καθώς η κρίση βάθαινε, ο
διατραπεζικός δανεισμός στις ΗΠΑ μειώθηκε τουλάχιστον στο μισό και η
ρευστότητα εξαφανίστηκε γρήγορα από τις αγορές.
Στη διάρκεια της κρίσης, οι κεντρικές τράπεζες τροφοδοτούσαν τον τραπεζικό κλάδο με ρευστότητα, σε μία προσπάθεια μείωσης των επιτοκίων και αναθέρμανσης του δανεισμού του ιδιωτικού τομέα. Ωστόσο, πολλοί εταιρικοί πελάτες και καταναλωτές παραπονέθηκαν για τη διαθεσιμότητα πιστώσεων και για το κόστος αυτών.
Στοιχείο 2. Επιτόκια δανεισμού κατά την κρίση
Εντούτοις, τα ασφάλιστρα παρέμειναν σχετικά σταθερά στη διάρκεια της κρίσης, γεγονός που αντικατοπτρίζει την ανώτερη κεφαλαιακή κατάσταση του κλάδου. Οι ασφαλιστικές αγορές διατήρησαν τη ρευστότητά τους και υπήρχε πάντα μία τιμή «εκκαθάρισης».
Στοιχείο 3. Ασφαλιστική τιμολόγηση κατά την κρίση
1.2. Οι επιπτώσεις της κρίσης στον Ασφαλιστικό κλάδοΠαρόλο που η κρίση επηρέασε τις ασφαλιστικές εταιρείες πολύ λιγότερο από τις τράπεζες, ορισμένες εταιρείες αντιμετώπισαν σοβαρά προβλήματα. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, μέχρι τα μέσα του 2009, μόνο τρεις ασφαλιστικές εταιρείες1 είχαν λάβει στήριξη από το πρόγραμμα TARP2 . Μέχρι εκείνη τη στιγμή, 592 τράπεζες είχαν καταφύγει στο πρόγραμμα. Σε γενικές γραμμές, η έκταση των ζημιών των ασφαλιστικών εταιρειών ήταν συνάρτηση του επιχειρηματικού τους μοντέλου.
Ειδικότερα, τις μεγαλύτερες απώλειες
είχαν οι ασφαλιστικές εταιρείες με εκτενείς τραπεζικές εργασίες ή άλλης
μορφής έκθεση σε πιστωτικό κίνδυνο: περισσότερο από το 90% της κρατικής
υποστήριξης προς ολόκληρο τον ασφαλιστικό κλάδο δόθηκε στις λίγες αυτές
ασφαλιστικές εταιρείες με σημαντικές τραπεζικές δραστηριότητες.
Στοιχείο 4. Αντίκτυπος της κρίσης από την έκθεση σε τραπεζικές εργασίες
1.2.1. Ασφαλιστικές εταιρείες με περιορισμένες τραπεζικές εργασίεςΟι ασφαλιστικές εταιρείες που είχαν περιορισμένες τραπεζικές εργασίες, είχαν περιορισμένες ζημιές. Παρά την αναταραχή στις διατραπεζικές αγορές, οι ασφαλιστικές αγορές παρέμειναν ανοικτές και οι ασφαλιστικές εταιρείες λειτουργούσαν κανονικά.
Στοιχείο 4. Αντίκτυπος της κρίσης από την έκθεση σε τραπεζικές εργασίες
1.2.1. Ασφαλιστικές εταιρείες με περιορισμένες τραπεζικές εργασίεςΟι ασφαλιστικές εταιρείες που είχαν περιορισμένες τραπεζικές εργασίες, είχαν περιορισμένες ζημιές. Παρά την αναταραχή στις διατραπεζικές αγορές, οι ασφαλιστικές αγορές παρέμειναν ανοικτές και οι ασφαλιστικές εταιρείες λειτουργούσαν κανονικά.
Ο τραπεζικός κλάδος επηρέασε τις ασφαλιστικές εταιρείες με διάφορους τρόπους:
- μειώσεις της αποτίμησης τρέχουσας αξίας των διασφαλισμένων με (subprime) στεγαστικά δάνεια χρεογράφων, εταιρικών ομολόγων και μετοχών που κατείχαν οι ασφαλιστικές εταιρείες.
- μειωμένη ρευστότητα ορισμένων στοιχείων ενεργητικού.
- αυξημένη αστάθεια στις αγορές.
- έκθεση σε τράπεζες που είχαν καταρρεύσει (π.χ. Lehman).
- πρόβλημα ρευστότητας στις τραπεζικές εργασίες των ασφαλιστικών εταιρειών.
- γενικότερη οικονομική επιβράδυνση.
Οι εταιρείες ζωής επλήγησαν περισσότερο από τις εταιρείες ζημιών και τις μικτές εταιρείες, καθώς είχαν σχετικά μεγαλύτερη έκθεση σε χρηματοοικονομικά μέσα, μέσω ενσωματωμένων παραγώγων στο παθητικό και μεγαλύτερων επενδυτικών χαρτοφυλακίων. Οι αμερικανικές εταιρείες ζωής The Hartford και Lincoln δέχθηκαν κρατική βοήθεια για να ενισχύσουν τα κεφάλαιά τους, αφού είχαν ζημιωθεί από την έκθεσή τους σε υποτιμημένα χρηματοοικονομικά μέσα. Στην Ιαπωνία, η Yamato Life υπέβαλε αίτηση πτώχευσης.
Η μεγάλη έκθεση στην αμερικανική δανειακή αγορά και η έντονη
ανησυχία για τις ολλανδικές χρηματοοικονομικές αγορές, που συνέβαλε
στους επικρατούντες φόβους ότι κάθε μεγάλη ολλανδική εταιρεία θα
μπορούσε να κινδυνεύει, οδήγησε την AEGON στην αποδοχή προσωρινής
κρατικής βοήθειας.
Σε κάθε περίπτωση, σε σχέση με τις τράπεζες, οι ασφαλιστικές εταιρείες είχαν μικρή έκθεση σε ασφάλιστρα κινδύνου (CDS) και άλλα δομημένα προϊόντα. Αυτό είναι αποτέλεσμα της αυστηρής πολιτικής ανάληψης κινδύνου και της περιορισμένης δραστηριοποίησης εκτός ισολογισμού ή μέσω θυγατρικών.
Στοιχείο 5. Ασφαλιστικές εταιρείες που επηρεάστηκαν από την κρίση
1.2.2. Τραπεζικοί - Ασφαλιστικοί όμιλοιΔεν προκαλεί καμία έκπληξη το ότι οι τραπεζικοί-ασφαλιστικοί όμιλοι χτυπήθηκαν περισσότερο από την κρίση σε σχέση με τις αμιγώς ασφαλιστικές εταιρείες. Δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στον αντίκτυπο της κρίσης σε έναν τραπεζικό-ασφαλιστικό όμιλο (όπως ή Fortis) και σε έναν ασφαλιστικό-τραπεζικό όμιλο με παρεμφερή τραπεζική λειτουργία (όπως η ING)4.
Η ING είναι ο μεγαλύτερος ασφαλιστικός/τραπεζικός όμιλος. Αν συμπεριλάβουμε και τη στήριξη του ενεργητικού, η ING έλαβε κρατική στήριξη άνω των 40 δις Δολ. ΗΠΑ. Οι δυσκολίες της προέκυψαν από τις τραπεζικές της εργασίες και ιδιαίτερα την εξαγορά ενός αμερικανικού στεγαστικού ταμιευτηρίου (thrift), την ίδια στιγμή που επέκτεινε τις online αποταμιευτικές δραστηριότητές της. Η εξαγορά αυτή έθεσε την ING υπό τη ρυθμιστική εποπτεία του Εποπτικού Γραφείου Στεγαστικών Ταμιευτηρίων (OTS). Για να συμμορφωθεί με τους τοπικούς κανονισμούς για τα στεγαστικά ταμιευτήρια, που προβλέπουν ότι άνω του 55% του ενεργητικού είναι σε στεγαστικά δάνεια, η ING εξαγόρασε ένα μεγάλο χαρτοφυλάκιο χρεογράφων διασφαλισμένων από στεγαστικά δάνεια Alt-A.
Όταν τα ποσοστά καθυστέρησης των στεγαστικών δανείων Alt-A άρχισαν να ανεβαίνουν, η αγοραία αξία του χαρτοφυλακίου αυτού κατρακύλησε, απαιτώντας από την ING να αυξήσει τα κεφάλαια που διατηρούσε έναντι αυτών των διασφαλισμένων χρεογράφων. Το 2008, η ING κατέγραψε ζημίες εύλογης αξίας ύψους 2,6 δις ευρώ από τα δάνεια και 1,7 δις ευρώ από τους μετοχικούς τίτλους. Τον Οκτώβριο του 2008, η ολλανδική κυβέρνηση επένδυσε 10 δις ευρώ στην ING και το Φεβρουάριο του 2009 ανέλαβε το 80% του χαρτοφυλακίου Alt-A της ING στο 90% της ονομαστικής του αξίας, έναντι 20 δις ευρώ5.
Ωστόσο, η κρίση δεν κατέρριψε εντελώς το μοντέλο του τραπεζικού-ασφαλιστικού ομίλου, καθώς δεν επλήγησαν όλοι οι τραπεζικοί-ασφαλιστικοί όμιλοι από την κρίση. Όμιλοι με τράπεζες που είχαν πολύ γερή ρευστότητα και χαμηλή εμπλοκή σε δομημένα προϊόντα, ξεπέρασαν την κρίση σχετικώς ανέπαφοι (BNP Paribas, HSBC, Credit Agricole).
1.2.3. Ασφαλιστικές εταιρείες με εργασίες χονδρικής τραπεζικής: AIG
Η AIG βγήκε στα πρωτοσέλιδα για την παρ’ ολίγον κατάρρευσή της. Ωστόσο, η πηγή των δεινών της δεν ήταν οι ασφαλιστικές της δραστηριότητες αλλά ο κλάδος χρηματοοικονομικών προϊόντων (AIG FP). Η AIG FP ιδρύθηκε το 1987 ως ο βραχίονας της AIG για τις κεφαλαιαγορές, με έδρα το Λονδίνο. Καθώς η εταιρεία συμμετοχών της AIG ήταν καταχωρημένη σε έναν «ισοδύναμο ρυθμιστικό φορέα», το Εποπτικό Γραφείο Στεγαστικών Ταμιευτηρίων (OTS), η AIG FP μπόρεσε να αποφύγει την υπαγωγή της στη Βρετανική Εποπτική Αρχή Χρηματοοικονομικών Εργασιών (FSA).
Παρόλο που η συνεισφορά της AIG FP στα έσοδα της AIG ήταν ανέκαθεν μικρή, προέβαινε σε συναλλαγές υψηλής μόχλευσης. Από το Σεπτέμβριο του 2008, η θεωρητική αξία του χαρτοφυλακίου παραγώγων της AIG FP, που εστίαζε στην αμερικανική στεγαστική αγορά και σε εταιρικές διασφαλισμένες δανειακές υποχρεώσεις (CDO και CLO), ήταν 2,7 τρις Δολ. ΗΠΑ, από τα οποία 440 δις Δολ. ΗΠΑ σε ασφάλιστρα κινδύνου (CDS) είχαν την εγγύηση της AIG Holding.
Τρία είναι τα σημαντικά στοιχεία των εργασιών της AIG FP που πρέπει να σημειωθούν. Πρώτον, είχε πολύ υψηλή μόχλευση: η συνολική έκθεση της AIG FP ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη από το ενεργητικό της. Τέτοιος βαθμός μόχλευσης δεν είναι δυνατόν να υπάρξει σε ρυθμιζόμενη ασφαλιστική επιχείρηση. Δεύτερον, η κατάρρευση προκλήθηκε από την απαίτηση για εξασφαλίσεις, όχι από ένα πραγματικό πιστωτικό γεγονός. Και πάλι, κάτι τέτοιο δεν είναι σε γενικές γραμμές εφικτό σε ασφαλιστικές συμβάσεις, που προβαίνουν σε καταβολές μόνο όταν επέλθει ασφαλισμένο συμβάν (φωτιά, κλοπή, απώλεια ζωής, κ.λπ.).
Τρίτον, χρησιμοποιώντας ρυθμιστικό αρμπιτράζ, η AIG FP στην ουσία λειτουργούσε χωρίς ρυθμιστική εποπτεία. Την ευθύνη της εποπτείας την είχε αναγνωρίσει ο OTS. Παρόλο που ο OTS γνώριζε την έκθεση της AIG FP σε ασφάλιστρα κινδύνου (CDS) και τις εγγυήσεις που έκδωσε η AIG, ο OTS δεν απέδωσε κίνδυνο ρευστότητας στην κατάσταση αυτή. Αν το είχε κάνει, ο OTS θα είχε την εξουσία να ζητήσει μείωση της έκθεσης σε CDS.
Το γεγονός ότι η AIG συμμετείχε στις δραστηριότητες αυτές σε τόσο μεγάλη κλίμακα, ήταν σαφώς παράγων ο οποίος επιδείνωσε σημαντικά την παγκόσμια κρίση. Ενδιαφέρον προκαλεί, ωστόσο, ότι προκάλεσε περιορισμένη ζημιά στις ασφαλιστικές εργασίες της AIG.
1.2.4. Εταιρείες ασφάλισης ομολόγων (monoliners)
Η ομάδα εταιρειών παροχής χρηματοοικονομικών εγγυήσεων, γνωστή ως “monoliners” (FSA, AMBAC, MBIA, κ.ά.), ήταν ανάμεσα στα θύματα και μία από τις αιτίες της κρίσης. Εντούτοις, το επιχειρηματικό τους μοντέλο είναι πολύ διαφορετικό από αυτό των κλασικών ασφαλιστικών εταιρειών, καθώς εστιάζουν αποκλειστικά στην παροχή χρηματοοικονομικών εγγυήσεων. Έχει ειπωθεί ότι οι εταιρείες ασφάλισης ομολόγων διαδραμάτισαν ένα ρόλο στη δημιουργία και διόγκωση της κρίσης, ενώ έχουν εγερθεί ορισμένα ερωτήματα για το επιχειρηματικό τους μοντέλο.
Παραδοσιακά, οι εταιρείες ασφάλισης ομολόγων παρέχουν χρηματοοικονομικές εγγυήσεις για τη μείωση του κόστους δανεισμού των αμερικανικών δήμων (πιστωτική ενίσχυση). Η μόνη τους εργασία ήταν να αναλαμβάνουν πιστωτικό κίνδυνο. Αυτός ο πιστωτικός κίνδυνος που αναλάμβαναν ήταν διαφοροποιημένος δημοτικός κίνδυνος υψηλής ποιότητας. Ιστορικά, οι δήμοι εμφάνιζαν πολύ χαμηλές ζημιές. Ως αποτέλεσμα, η κεφαλαιακή θέση των εταιρειών ασφάλισης ομολόγων βασιζόταν σε αυτό το πιστωτικό προφίλ χαμηλού κινδύνου. Τη δεκαετία του 1990 επεκτάθηκαν στη δομημένη χρηματοδότηση, ασφαλίζοντας πρώτα την έγκαιρη εξόφληση τόκων και κεφαλαίου ομολόγων. Αργότερα κινήθηκαν στην κατεύθυνση παροχής χρηματοοικονομικών εγγυήσεων συνδεδεμένων με ασφάλιστρα κινδύνου (CDS) εταιρικής επενδυτικής πίστης (investment grade). Τέλος, ασχολήθηκαν με χρηματοοικονομικές εγγυήσεις συνδεδεμένες με ασφάλιστρα κινδύνου (CDS) των διασφαλισμένων δανειακών υποχρεώσεων (CDO) και χρεογράφων διασφαλισμένων με στεγαστικά δάνεια (MBS) με πιστοληπτική ικανότητα super AAA.
Οι δραστηριότητες αυτές ενδέχεται να μεταδώσουν ζημίες όταν υποβαθμίζεται η πιστοληπτική ικανότητα του παρόχου οικονομικών εγγυήσεων. Αυτό προκαλεί υποτίμηση των διασφαλισμένων από τρίτους χρεογράφων και πτώση της τρέχουσας τιμής για τους κατόχους τους.
Οι εταιρείες ασφάλισης ομολόγων αναπτύσσουν μη διαφοροποιημένα, άκρως μοχλευμένα χαρτοφυλάκια, εκμεταλλευόμενες το γεγονός ότι ένα ασφάλιστρο κινδύνου (CDS) διασφαλισμένο από χρεόγραφα διασφαλισμένα με στεγαστικά δάνεια (MBS) χρειάζεται λιγότερη κάλυψη κεφαλαίου από ένα δημοτικό ομόλογο. Το επιχειρηματικό τους μοντέλο βασιζόταν έντονα σε ισχυρή πιστοληπτική ικανότητα (όπως και η AIG FP) και, ταυτόχρονα, ήταν ευάλωτο σε σφάλματα εκτίμησης κινδύνου.
Σε γενικές γραμμές, οι εταιρείες ασφάλισης ομολόγων δεν συμφωνούσαν στην καταβολή εξασφαλίσεων όπως προβλεπόταν στις συμβάσεις τους, καθώς δεν είχαν επαρκή ρευστότητα για να στηρίξουν τις απαιτήσεις για παροχή εξασφαλίσεων. Αυτό προκαλούσε μεγαλύτερο άγχος στους αντισυμβαλλομένους τους, οι οποίοι ανησυχούσαν ότι οι οργανισμοί αυτοί θα κατέρρεαν αφήνοντας τους αντισυμβαλλόμενους χωρίς προστασία. Η κατάσταση αυτή δημιούργησε στην ουσία μία κρίση εμπιστοσύνης στις εταιρείες ασφάλισης ομολόγων, ακόμα και με μεγάλη πιστοληπτική ικανότητα.
Οι εργασίες των εταιρειών ασφάλισης ομολόγων διαφέρουν από την παραδοσιακή ασφάλιση και θα προτείναμε στους ρυθμιστικούς φορείς να αντιμετωπίζουν το συστημικό κίνδυνο από αυτούς τους οργανισμούς ακριβώς όπως θα το έκαναν για οποιοδήποτε πιστωτικό ίδρυμα με υψηλή συγκέντρωση στον τραπεζικό ή άλλο τομέα.
Στοιχείο 7. Έκθεση των εταιρειών Ασφάλισης ομολόγων (monoliners) κατά την κρίση
Στοιχείο 8. Συσχετισμός των εταιρειών Ασφάλισης Ομολόγων με τη Στεγαστική αγορά
1.2.5. Συμπερασματικά
Στοιχείο 8. Συσχετισμός των εταιρειών Ασφάλισης Ομολόγων με τη Στεγαστική αγορά
1.2.5. Συμπερασματικά
Στο σύνολό του, ο ασφαλιστικός κλάδος δεν υπέστη τις σοβαρές και εκτεταμένες ζημιές του τραπεζικού κλάδου. Όπου οι ασφαλιστικές εταιρείες αντιμετώπισαν δυσκολίες, αυτές ήταν πρωτίστως το αποτέλεσμα των μη ασφαλιστικών τους δραστηριοτήτων.
1.3. Γιατί οι ασφαλιστικές εταιρείες τα πήγαν καλύτερα;
Οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν βασίζονται για τη ρευστότητά τους στη χονδρική αγορά χρηματοδοτήσεων. Χρηματοδοτούνται μέσω ασφαλίστρων, με τα μακροπρόθεσμα κεφάλαια να στηρίζουν τις επικίνδυνες θέσεις. Στο ενεργητικό τους, που είναι πολύ σημαντικό σε σχέση με την ταμειακή τους ροή, περιλαμβάνονται κυρίως εύκολα εμπορεύσιμα χρεόγραφα. Καίτοι οι ασφαλιστικές εταιρείες επενδύουν σε ορισμένα χρεόγραφα υψηλότερου κινδύνου, η μακρά παράδοση που έχουν στη διαχείριση επιχειρηματικού κινδύνου (που ενισχύθηκε μετά την προηγούμενη κρίση του 2001-2003) και οι άκρως εποπτευόμενοι ισολογισμοί τους συμβάλλουν στον περιορισμό του ποσοστού του ενεργητικού σε κίνδυνο.
Έτσι, στη διάρκεια της κρίσης, αυτή η θέση ρευστότητας επέτρεψε στις ασφαλιστικές εταιρείες να μην επηρεαστούν ιδιαίτερα από την κρίση ρευστότητας, ενώ οι επενδυτικές δραστηριότητες των ασφαλιστικών εταιρειών θα τους επέτρεπαν να επιβιώσουν ακόμα και σε παρατεταμένη περίοδο πτώσης της αγοράς.
Στοιχείο 9. Ταμειακές ροές ασφαλιστικών εταιρειών ανά πηγή
Χάρη
στην αξιόπιστη ταμειακή τους ροή, οι ασφαλιστικές εταιρείες μπόρεσαν να
συνεχίσουν να επενδύουν σε χρεόγραφα, όταν οι τράπεζες αναγκάστηκαν να
τα πουλήσουν.
Στοιχείο 10. Καθαρές λειτουργικές ταμειακές ροές και Επενδύσεις μεγάλων Ευρωπαϊκών Ασφαλιστικών εταιρειών
Στοιχείο 10. Καθαρές λειτουργικές ταμειακές ροές και Επενδύσεις μεγάλων Ευρωπαϊκών Ασφαλιστικών εταιρειών
Η ευρωστία των ταμειακών ροών των ασφαλιστικών εταιρειών και η σχετική σταθερότητα των ισολογισμών τους σήμαινε ότι οι ασφαλιστικές εταιρείες ήταν σε θέση να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους και, όπου χρειαζόταν, να συγκεντρώσουν νέα δανειακά κεφάλαια.
Στοιχείο 11. Εκτιμώμενη ταμειακή κάλυψη Ασφαλιστικών εταιρειών
Στοιχείο 12. Έκδοση δανειακών κεφαλαίων από Ασφαλιστικές εταιρείες κατά την κρίση
1.4. Συμπέρασμα
Με ελάχιστες αξιοσημείωτες εξαιρέσεις, ο ασφαλιστικός κλάδος ξεπέρασε την κρίση σχετικά αλώβητος. Οι ασφαλιστικές εταιρείες εκείνες που αντιμετώπισαν τις μεγαλύτερες δυσκολίες επλήγησαν από την υπερέκθεσή τους σε μη βασικές δραστηριότητες. Ξεκάθαρο παράδειγμα αποτελεί η AIG. Η AIG κατέρρευσε όχι λόγω των ασφαλιστικών της εργασιών, αλλά από τη θυγατρική της στις κεφαλαιαγορές, AIG FP. Συνεπώς, τυχόν πρόσθετες ρυθμίσεις για τους συστημικούς κινδύνους πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις πραγματικές δραστηριότητες λόγω των οποίων μία ασφαλιστική εταιρεία ενδεχομένως να αποτελεί συστημικό κίνδυνο: αυτός είναι και ο σκοπός της δουλειάς μας στην έκθεση αυτή.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1 Υπουργείο Οικονομικών ΗΠΑ, Έκθεση Γραφείου Συναλλαγών Οικονομικής Σταθερότητας (για την περίοδο μέχρι τις 16 Ιουλίου 2009).
2 Troubled Asset Relief Program.
3 Η κρατική στήριξη περιλαμβάνει ενέσεις ρευστότητας και υποστήριξη ενεργητικού από τα Κράτη.
4 Με τον όρο τραπεζικός-ασφαλιστικός όμιλος εννοούμε έναν όμιλο που είναι εισηγμένος ως τράπεζα, ενώ με τον όρο ασφαλιστικός-τραπεζικός όμιλος εννοούμε έναν όμιλο που είναι εισηγμένος ως ασφαλιστική εταιρεία.
5 Ετήσιες καταστάσεις της ING.
6 Κυβερνητικές επενδύσεις 70 δις, πιστωτικά όρια 60 δις και επιπλέον 52,5 δις Δολ. ΗΠΑ για την αγορά στοιχείων συνδεδεμένων με στεγαστικά δάνεια που κατείχε ή διασφάλιζε η AIG (Bloomberg).
Πηγή: Aσφαλιστική Αγόρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου