Ένα νέο τοπίο διαμορφώνεται στο χώρο της
ασφάλισης αυτοκινήτου, για τους καταναλωτές, τους διαμεσολαβούντες και
τις ασφαλιστικές εταιρείες, ως αποτέλεσμα της κρίσης, της ανάκλησης
αδειών, αλλά και της προσπάθειας να μετατραπεί ο διαχρονικά ζημιογόνος
αυτός κλάδος ασφάλισης σε κερδοφόρο.
Οι πτυχές του θέματος είναι βέβαια πολλές καθώς και οι απόψεις περί σωστής προσέγγισης, προκειμένου για την κερδοφορία του κλάδου.
Ωστόσο, κάποια συγκεκριμένα ζητήματα
θίγονται επανειλημμένα από τους πράκτορες που ασχολούνται με το
αυτοκίνητο και η αλήθεια είναι πως σχεδόν όλα τα ασφαλιστικά γραφεία
ασχολούνται, καθώς ο κλάδος μπορεί να είναι εξαιρετικά ζημιογόνος πλην,
όμως, προσφέρει τόσο σ’ αυτούς όσο και στις εταιρείες γρήγορη και
σχετικά εύκολη πρόσβαση σε ρευστό χρήμα.
Από μία πρώτη προσέγγιση που
κάναμε στο ανεξάντλητο αυτό θέμα, μιλώντας και με τους επικεφαλής 6
ασφαλιστικών πρακτορείων, τους κ.κ. Γιάννη Γιαννέτσο, Ελένη Κοντοπίδη,
Ειρήνη Λατσούδη, Δημήτρη Παπαθανασόπουλο, Σωτήρη και Λόπη Ρωμανά και
Ανδρέα Συνοδινό, προκύπτει ότι και οι τρεις βασικοί πρωταγωνιστές του
κλάδου επαναξιολογούν θέσεις και απόψεις σχετικά με την ασφάλιση
αυτοκινήτου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχουν γίνει οπωσδήποτε και
σοφότεροι, από τα παθήματα του παρελθόντος.
Σε αναζήτηση φερέγγυων εταιρειών
Οι ασφαλισμένοι είναι οι πρώτοι που βιώνουν έντονα τις όποιες εξελίξεις συμβαίνουν στο χώρο της ασφάλισης αυτοκινήτου, αφού πρόκειται για μια δαπάνη που, λόγω της υποχρεωτικότητας, δεν μπορούν να αποφύγουν (τουλάχιστον όχι χωρίς επιπτώσεις, αν τους συμβεί κάτι), αλλά και γιατί η ανάκληση αδείας 6 εταιρειών, τελευταία, με σημαντική παραγωγή στον κλάδο τους δημιούργησε αρκετά προβλήματα.
Οι διαμεσολαβούντες πράκτορες, οι οποίοι καθημερινά εισπράττουν “το αντίτιμο των εντυπώσεων” των καταναλωτών, διαπιστώνουν ότι ως αποτέλεσμα των ανακλήσεων οι ασφαλισμένοι έχουν γίνει πιο επιφυλακτικοί απέναντι στην ιδιωτική ασφάλιση και αναζητούν πλέον τις φερέγγυες εταιρείες, χωρίς να λείπουν βεβαίως και εκείνοι που γκρινιάζουν για ένα φτηνότερο ασφάλιστρο, αδιαφορώντας για τις συνέπειες που μπορεί να έχουν.
Αντικειμενικές δυσκολίες λόγω κρίσης
Η γκρίνια όμως για ένα φθηνότερο ασφάλιστρο δεν έχει πάντα ως αφετηρία την έλλειψη ασφαλιστικής συνείδησης από μέρους των καταναλωτών, αλλά οφείλεται πλέον και σε πραγματικές αντικειμενικές δυσκολίες, λόγω της οικονομικής κατάστασης.
Πολλοί είναι οι ασφαλισμένοι που αδυνατώντας να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, επιλέγουν να κάνουν περικοπές στις καλύψεις τους, για να μειώσουν το κόστος, με τους περισσότερους να αγοράζουν πλέον τις βασικές καλύψεις.
Δεν λείπουν όμως και οι περιπτώσεις, κάποιοι να διακόπτουν τα συμβόλαιά τους –στην καλύτερη περίπτωση την ασφάλιση του δεύτερου αυτοκινήτου της οικογένειας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των ανασφάλιστων οχημάτων, με τον αριθμό τους να φτάνει για κάποιους τις 500.000, για άλλους ακόμα και τις 800.000, ενώ οι απώλειες τόσο για τις εταιρείες όσο και για το κράτος υπολογίζονται σε πολλά εκατομμύρια ευρώ.
Αρκετοί είναι, επίσης, εκείνοι που καθυστερούν και την πληρωμή των ασφαλίστρων τους.
Το πρόβλημα έχει γίνει πιο έντονο από τα μέσα Αυγούστου. Παρατηρείται, μάλιστα, ακόμα και πελάτες που μέχρι σήμερα ήταν συνεπέστατοι στις πληρωμές τους να καθυστερούν. Η καθυστέρηση αυτή δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο, από τη στιγμή που οι εταιρείες λόγω έλλειψης ρευστότητας ζητούν τα λεφτά τους από τους πράκτορες και εκείνοι δεν είναι σε θέση να τα αποδώσουν. Μακροχρόνιες συνεργασίες με ασφαλιστικά πρακτορεία που είχαν ως αποτέλεσμα ευνοϊκότερες συνθήκες ως προς την απόδοση των ασφαλίστρων στις εταιρείες είναι πλέον σχεδόν στο σύνολό τους υπό επαναδιαπραγμάτευση.
Όσοι από τους πράκτορες ήταν συνηθισμένοι στο να
πληρώνουν τις υποχρεώσεις τους σχεδόν άμεσα, βρίσκονται σε καλύτερη
θέση. Επειδή, όμως, δεν ακολουθούσαν όλοι αυτή την πρακτική,
συνεπικουρούμενοι βεβαίως και από τις εταιρείες, τώρα, αντιμετωπίζουν
μεγαλύτερα προβλήματα, καθώς οι ασφαλιστικές σπάνια δείχνουν τη διάθεση
να αναλάβουν το μερίδιο ευθύνης τους για συμφωνίες που πλέον κρίνουν
ασύμφορες.
Τα ασφάλιστρα: το όριο το βάζει η κρίση
Αν και πλέον οι διαφορές στα ασφάλιστρα μεταξύ των εταιρειών είναι πολύ μικρές ή σχεδόν ανύπαρκτες, τα δεδομένα που θέτει η οικονομική κρίση φαίνεται να είναι καθοριστικά ως προς το ύψος των ασφαλίστρων. Τον προηγούμενο χρόνο οι αυξήσεις που σημειώθηκαν στα ασφάλιστρα υπερέβησαν το 10%-12% κατά μέσο όρο. Φέτος με την κατάσταση στην οικονομία στη χειρότερή της φάση και τις περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, οι περισσότερες εταιρείες περιορίστηκαν σε μικρές ή και μηδενικές αυξήσεις.
Παρόλα αυτά, η τάση είναι είτε αύξησης είτε σταθερότητας, όπου υπάρχει η σχετική δυνατότητα, αλλά σε καμία περίπτωση μείωσης των ασφαλίστρων, αφού τόσο οι έλεγχοι της εποπτικής αρχής δεν επιτρέπουν πλέον στις εταιρείες να ακολουθούν πολιτική χαμηλού ασφαλίστρου, αλλά και η εφαρμογή των ανώτατων ορίων αποζημίωσης δεν τους αφήνουν και πολλά περιθώρια για οικονομικότερο ασφάλιστρο.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι ασφαλισμένοι σε εταιρείες με χαμηλό ασφάλιστρο είδαν τα ασφάλιστρά τους να εκτινάζονται στα ύψη. Εκείνοι που είχαν ασφαλιστεί σε εταιρείες με ήδη υψηλά ασφάλιστρα ή που ακολουθούν παραμετροποιημένο τιμολόγιο, ήρθαν αντιμέτωποι με αυξήσεις σαφώς μικρότερες.
Παραμένει, ωστόσο,
ανησυχητική ένδειξη το ότι ορισμένες εταιρείες προσφέρουν αρκετά φθηνό
ασφάλιστρο τη μια χρονιά, ώστε να προσελκύσουν πελάτες, και κατόπιν
ανεβάζουν αρκετά το τιμολόγιό τους την επόμενη, προκαλώντας σύγχυση
στους καταναλωτές και αβεβαιότητα για την πολιτική που ακολουθούν.
Σύγχυση, επίσης, και ερωτηματικά στους καταναλωτές δημιουργούν και τα
δημοσιεύματα στον ημερήσιο τύπο για επικείμενες --υψηλότατες πάντα--
αυξήσεις στα ασφάλιστρα των αυτοκινήτων, που σε ορισμένες χρονικές
περιόδους παίρνουν μορφή χιονοστιβάδας. Πολλοί αναρωτιούνται πλέον, μια
και είναι φαινόμενο της εποχής, αν πράγματι είναι έτσι τα πράγματα ή
κάποιοι διαχέουν αυτές τις πληροφορίες για να μετρήσουν αντοχές και
αντιδράσεις και να πράξουν ανάλογα…
Η ποιότητα των υπηρεσιών το ζητούμενο
Οι Έλληνες, που από ιδιοσυγκρασία αντιδρούν σε ό,τι τους επιβάλλεται, είναι φυσικό να μη δέχονται με μεγάλη ευκολία τις όποιες αυξήσεις έχουν επιβληθεί τα τελευταία χρόνια στα ασφάλιστρα του αυτοκινήτου. Πολύ περισσότερο, όταν αυτές οι αυξήσεις έρχονται σε μια δύσκολη οικονομικά συγκυρία και τις περισσότερες φορές δεν συνδέονται με ανάλογη ποιότητα στις υπηρεσίες που τους παρέχονται –χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν γίνονται προσπάθειες βελτίωσης (βλ. Πράσινη Κάρτα).
Τηλεφωνικά κέντρα που δεν είναι εύκολα προσβάσιμα, καλύψεις που δεν έχουν γίνει κατανοητές (όπως η οδική βοήθεια και η φροντίδα ατυχήματος), μεταβολές στην αξία του ασφαλισμένου οχήματος χωρίς την ανάλογη αναπροσαρμογή στα ασφάλιστρα, είναι επιβαρυντικά στοιχεία στη βελτίωση του κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ ασφαλισμένου και εταιρείας και στην ευκολότερη αποδοχή των όποιων αυξήσεων.
Το μεγαλύτερο, πάντως, παράπονο των ασφαλισμένων φαίνεται πως είναι η καθυστέρηση με την οποία αποζημιώνονται. Πολλές φορές οι καθυστερήσεις στις αποζημιώσεις στον κλάδο αυτοκινήτου ξεπερνούν κατά πολύ το χρονικό περιθώριο που δίνει ο νόμος, ενώ και οι προσφυγές στα δικαστήρια αυξάνονται συνεχώς, όπως αποδεικνύουν και οι εκκρεμείς ζημιές του κλάδου.
Εξίσου μεγάλη είναι και η καθυστέρηση στις αποζημιώσεις που αντιμετωπίζουν οι ασφαλισμένοι που απευθύνονται στο Επικουρικό Κεφάλαιο, με τις ημερομηνίες πληρωμής να φτάνουν και τον ένα χρόνο μετά, ως αποτέλεσμα των αλλεπάλληλων ανακλήσεων και της κακής οικονομικής κατάστασης του Επικουρικού.
Πρακτικές που δοκιμάζουν τις σχέσεις
Το πώς βλέπουν και αντιμετωπίζουν τον κλάδο οι ασφαλισμένοι είναι η μία παράμετρος. Η άλλη είναι οι σχέσεις των διαμεσολαβούντων μεταξύ τους αλλά και με τις εταιρείες.
Οι σχέσεις αυτές δοκιμάστηκαν έντονα από την πολιτική που ακολούθησαν ορισμένες εταιρείες στην προσπάθειά τους να πάρουν μεγάλα χαρτοφυλάκια στον κλάδο, δίνοντας τη δυνατότητα σε ορισμένους πράκτορες με μεγάλη παραγωγή να πωλούν πακέτα με αισθητά χαμηλότερα ασφάλιστρα.
Η πρακτική αυτή, όπως επισημαίνεται από την πλειοψηφία των συνομιλητών μας, είχε δυσάρεστες οικονομικές και όχι μόνο συνέπειες για τον κλάδο. Κατ’ αρχάς, ένας τεράστιος όγκος παραγωγής και ένας εξίσου μεγάλος όγκος καταβλητέων ασφαλίστρων συγκεντρώθηκε σε λίγα μεγάλα γραφεία. Κάποια από αυτά τα γραφεία δεν κατέβαλαν ποτέ αυτά τα ασφάλιστρα, κάποια άλλα κατέβαλαν μέρος τους με επιταγές διπλάσιου και τριπλάσιου χρόνου σε σχέση με αυτές που καταβάλλουν οι υπόλοιποι συνάδελφοί τους.
Δυσαρεστημένοι από την παραπάνω πολιτική συνεργάτες μετακινήθηκαν σε άλλες εταιρείες, ενώ και οι ασφαλισμένοι δέχθηκαν ένα πρόσκαιρο οικονομικό όφελος, αφού σε πολλές περιπτώσεις τα χαμηλά αυτά ασφάλιστρα αποδείχτηκαν περιορισμένης διάρκειας.
Υπάρχουν βεβαίως και διαμεσολαβητές, οι οποίοι δεν θεωρούν κατ’ ανάγκη αρνητική αυτήν την πρακτική χαμηλών ασφαλίστρων. Πρόκειται συνήθως για γραφεία που δεν εστιάζουν στον κλάδο αυτοκινήτου, αλλά θέλουν να προσφέρουν στους πελάτες τους τη συγκεκριμένη ασφάλιση, εφόσον τους ζητείται.
Συχνά,
λοιπόν, συνεργάζονται με μεγάλα μεσιτικά γραφεία, τα οποία τους
εξασφαλίζουν χαμηλότερα ασφάλιστρα, απ’ όσο θα μπορούσαν οι ίδιοι να
δώσουν στους πελάτες τους με τις απευθείας συνεργασίες τους. Καθώς
μάλιστα το ίδιο μεσιτικό γραφείο αναλαμβάνει και την εξυπηρέτηση των
συμβολαίων, οι διαμεσολαβούντες αυτοί δεν επιβαρύνονται με επιπλέον
εργασία και διαχειριστικό κόστος και μπορούν να επικεντρωθούν στην
πρόσκτηση παραγωγής που τους ενδιαφέρει και να προσφέρουν επιπλέον
υπηρεσίες στους πελάτες τους.
Όλες θέλουν το αυτοκίνητο
Οι αμφιλεγόμενες πολιτικές που ακολουθήθηκαν κατά καιρούς στον κλάδο αυτοκινήτου δείχνουν το έντονο ενδιαφέρον των εταιρειών για τον κλάδο. Άλλωστε, ίσως δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι συχνά το αυτοκίνητο αποκαλείται από τα στελέχη των εταιρειών “κόκκαλο”.
Το ενδιαφέρον αυτό παραμένει αμείωτο και σήμερα, αφού όλο και περισσότερες εταιρείες έχουν πάψει να αντιμετωπίζουν τον κλάδο ως αναγκαίο κακό και βλέπουν το προφανές, ότι μπορεί να τους εξασφαλίσει ρευστότητα σε μία περίοδο οικονομικής στενότητας και στην καλύτερη των περιπτώσεων αύξηση της παραγωγής τους.
Με δεδομένο το παραπάνω, ασφαλιστικές εταιρείες, όπως η Allianz, η Chartis, η Ευρωπαϊκή Πίστη, η Interamerican και η Victoria, φαίνεται να δείχνουν παραπάνω ενδιαφέρον για τον κλάδο αυτοκινήτου, απ’ ό,τι στο παρελθόν, διεκδικώντας επιπλέον μερίδιο αγοράς.
Ακόμα και εκείνες όμως, όπως η Αγροτική, η ΑΧΑ, η Εθνική, που κρατούν πλέον μια πιο εφεκτική στάση ή αναδιπλώνονται, μια και η έκθεσή τους στον κλάδο δεν τους έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα, δεν φαίνεται να γυρίζουν εντελώς την πλάτη τους στον κλάδο.
Άλλωστε, μια γρήγορη ματιά στα παραγωγικά αποτελέσματα των ασφαλιστικών εταιρειών ανά κλάδο δείχνει εμφανώς ποιοι σήμερα "ζουν" από το αυτοκίνητο και ποιοι έχουν επικεντρώσει το ενδιαφέρον τους εξίσου ή περισσότερο στους υπόλοιπους κλάδους Γενικών Ασφαλίσεων.
Στόχος η κερδοφόρα παραγωγή
Ζητούμενο, όμως, πλέον, δεν είναι απλά η παραγωγή αλλά η κερδοφόρα παραγωγή.
Οι νέοι παίκτες προσπαθούν να αποφύγουν τις …κακοτοπιές που στο απώτερο ή πρόσφατο παρελθόν στοίχισαν ακριβά στις εταιρείες οι οποίες ασχολούνταν με τον κλάδο αυτοκινήτου και οι παλιοί να διορθώσουν πολιτικές που τους ζημίωσαν, με πρόσφατο χαρακτηριστικό παράδειγμα την Εθνική.
Στα πλαίσια αυτά, οι εταιρείες προσπαθούν να αντιστρέψουν τα αρνητικά αποτελέσματα που οφείλονται και στο underwriting, το οποίο για πολλά χρόνια φαίνεται ότι δεν ήταν σωστό.
Πιο συγκεκριμένα, αρχίζουν να εφαρμόζουν παραμετροποιημένα και σε ορισμένες περιπτώσεις πιο αυστηρά κριτήρια, τόσο στην τιμολόγηση όσο και στην ανάληψη του κινδύνου· εστιάζουν, πέρα από την αστική ευθύνη, η οποία έχει αποδειχθεί ιδιαιτέρως ζημιογόνα, σε νέα πιο ευέλικτα προϊόντα, με καλύψεις που αφήνουν κέρδος, δίνοντας πολλές φορές και καλύτερες προμήθειες γι’ αυτού του είδους τα προϊόντα· κατηγοριοποιούν τους κινδύνους και επικεντρώνονται σε ειδικές ομάδες ασφαλισμένων, π.χ. μοτοσυκλετιστές, ή εγκαταλείπουν άλλες, όπως τα ταξί.
Έμμεσες μειώσεις προμηθειών
Βέβαια, για αρκετούς από τους διαμεσολαβούντες, η αύξηση του ενδιαφέροντος για τον –κατά τεκμήριο αλλά και ισχυρισμό των ίδιων των εταιρειών– πιο ζημιογόνο κλάδο ασφαλίσεων, θα έπρεπε να δημιουργεί και κάποια ερωτηματικά. Ειδικά αν εξετάσει κανείς κάποιες από τις πολιτικές στις οποίες εστιάζουν οι εταιρείες για την επίτευξη του κερδοφόρου αποτελέσματος.
Τέτοιες πολιτικές είναι οι διαρθρωτικές αλλαγές για μείωση του λειτουργικού τους κόστους στις οποίες προχωρούν. Αυτές αφορούν εκσυγχρονισμό των διαδικασιών διαχείρισης των ζημιών, μεταφορά όλο και περισσότερων λειτουργιών και διαδικασιών στο δίκτυο, αναζήτηση άλλων πιο φθηνών καναλιών διανομής (internet), αλλά και αυξήσεις στο δικαίωμα συμβολαίου.
Στα πλαίσια των παραπάνω κινήσεων οι διαμεσολαβούντες διαπιστώνουν έμμεση μείωση των προμηθειών τους, που έρχεται να προστεθεί στις μειώσεις που ήδη τους έχει επιφέρει η κρίση, λόγω μείωσης της κίνησης των εργασιών και του χαρτοφυλακίου τους από την ακύρωση συμβολαίων.
Παράλληλα, διαπιστώνουν ότι η δεδομένη στάση των εταιρειών για μείωση των προμηθειών ενισχύεται και από δημοσιεύματα που τους στοχοποιούν για υψηλές προμήθειες, άδικα κατά τη γνώμη τους, αφού όπως τονίζουν, για άλλη μια φορά, οι προμήθειες αυτές υπολογίζονται επί του καθαρού ασφαλίστρου.
Με αυτά τα δεδομένα όλα δείχνουν ότι οι σχέσεις εταιρειών-διαμεσολαβούντων σύντομα θα μπουν σε νέα φάση έντονων αντιπαραθέσεων.
Υπό αυτές τις συνθήκες, και όσο οι εμπλεκόμενοι δε δείχνουν να έχουν γίνει σοφότεροι, αφού δεν κατανοούν πόσο απαραίτητοι είναι ο ένας στον άλλο, ο κλάδος ασφάλισης αυτοκινήτων θα μας απασχολήσει και πάλι.
Πρόταση για τα ανασφάλιστα
Τη
δημιουργία μιας Κεντρικής Αρχής Ελέγχου και Ταυτοποίησης Ανασφάλιστων
Οχημάτων και την εφαρμογή ενός Συστήματος Εντοπισμού και Ταυτοποίησης
Ανασφάλιστων Οχημάτων (το οποίο έχει τη δυνατότητα να επεκταθεί και στον
έλεγχο καταβολής τελών κυκλοφορίας, κάρτας καυσαερίων, ισχύος ΚΤΕΟ,
καθώς και στον έλεγχο οχημάτων στο δακτύλιο), προτείνει ο κ. Ι.
Πετρίδης, ως τη λύση για την αντιμετώπιση του όλο και αυξανόμενου
φαινομένου των ανασφάλιστων οχημάτων. Όπως υποστηρίζει, τόσο οι
ασφαλιστικές εταιρείες όσο και το Επικουρικό Κεφάλαιο δεν φαίνεται να
μπορούν να αναλάβουν έναν τέτοιο ρόλο.
Όπως επισημαίνει ο κ. Πετρίδης, οι ασφαλιστικές εταιρείες μέχρι τώρα «δεν έχουν αναπτύξει κανέναν απολύτως μηχανισμό εντοπισμού των ανασφάλιστων οχημάτων, ενώ θα περίμενε κανείς εύλογα ότι κάτι τέτοιο θα ήταν στις άμεσες προτεραιότητές τους, λόγω της προφανούς αύξησης στα έσοδα που επιφέρει ένας τέτοιος μηχανισμός. Ο ρόλος αυτός δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να ανατεθεί στο Επικουρικό Κεφάλαιο, προσθέτει, διότι δεν διαθέτει ούτε κεφαλαιακή επάρκεια (πρόσφατα αποφασίστηκε τραπεζικός δανεισμός ύψους €150 εκατ.) ούτε την τεχνογνωσία ούτε και τους μηχανισμούς υλοποίησης μιας τέτοιας στρατηγικής», ενώ ως θεσμός συγκεντρώνει «όλες τις δυσπλασίες του θεσμού της ιδιωτικής ασφάλισης».
Σύμφωνα με τον κ. Πετρίδη, τα οφέλη για τις Ασφαλιστικές Εταιρείες από το σύστημα που προτείνει, θα είναι:
1. Αύξηση του κύκλου εργασιών κατά €400 εκατ., ποσό που αντιστοιχεί και στο έλλειμμα των αποθεματικών των ασφαλιστικών εταιρειών στον κλάδο ασφάλισης οχημάτων.
2. Μεγέθυνση του Επιταχυντή είσπραξης ασφαλίστρων, λόγω της δυνατότητας που τους παρέχει το νέο σύστημα να διακόψουν την ισχύ της ασφάλισης σε περίπτωση μη πληρωμής της.
3. Μείωση του κόστους που προκύπτει από την τρέχουσα διαδικασία ακύρωσης, λόγω μη πληρωμής –προστατεύοντας παράλληλα και το περιβάλλον από τη μείωση της χρήσης των εντύπων που απαιτεί η τρέχουσα διαδικασία.
4. Πιθανή μείωση της εισφοράς προς το Επικουρικό Κεφάλαιο, ως ανταποδοτικό όφελος της Πολιτείας, λόγω της πτώσης των αποζημιώσεων από ανασφάλιστα οχήματα. 5. Εξυγίανση και ενίσχυση της αξιοπιστίας της ασφαλιστικής αγοράς, διότι αποκλείεται κάθε πιθανότητα παραποίησης των στοιχείων τους προς τις αρμόδιες αρχές.
Εξίσου ωφελημένο, σύμφωνα με τον κ. Πετρίδη, θα είναι και το ελληνικό κράτος, αφού το ετήσιο άμεσο ανταποδοτικό όφελος από το σύνολο των παρεχόμενων υπηρεσιών του Συστήματος υπολογίζεται σε τουλάχιστον €485,5 εκατ. και σε €12,13 δις στην 25ετία.
Πηγή: Ασφαλιστική Αγορά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου