Με
τα προϊόντα που προσφέρονται ο ασφαλισμένος γνωρίζει εκ των προτέρων πότε θα
λάβει στο μέλλον ένα εφάπαξ ποσό, μια πρόσθετη ή μια κύρια σύνταξη
Πρόσφορο
έδαφος για τη διάθεση τραπεζοασφαλιστικών προγραμμάτων διαπιστώνουν
αυτήν την περίοδο οι τραπεζίτες, εκτιμώντας ότι το νέο Ασφαλιστικό θα
στρέψει πολλούς Ελληνες στην ιδιωτική ασφάλιση με στόχο την εξασφάλιση
μιας επιπλέον σύνταξης γήρατος.
Πρόκειται για αγορά με σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης στη χώρα μας, καθώς οι δαπάνες για ασφάλειες ζωής σε σχέση με τις υπόλοιπες ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης υπολείπονται σε ποσοστά της τάξης του 60%- 70%.
Με βάση τη νέα νομοθεσία, μετατίθεται για τους περισσότερους εργαζομένους ο χρόνος συνταξιοδότησης, ενώ την ίδια στιγμή δημιουργούνται αντικίνητρα για την πρόωρη αποχώρησή τους.
Η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση εκτιμάται ότι θα ωθήσει πολλά νοικοκυριά στην αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων των μακροχρόνιων αποταμιευτικών προγραμμάτων, τα οποία μπορούν να εξασφαλίσουν ό,τι δεν μπορεί να προσφέρει σε ικανοποιητικό βαθμό το δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα. Με τα προϊόντα αυτά ο ασφαλισμένος γνωρίζει εκ των προτέρων με τα χρήματα που αποταμιεύει σε τακτική βάση, πότε θα λάβει σε συγκεκριμένη ημερομηνία στο μέλλον ένα εφάπαξ ποσό, μια πρόσθετη ή μια κύρια σύνταξη.
Οπως επισημαίνουν τραπεζικοί παράγοντες, ιδιαίτερα κρίσιμη για τη διαμόρφωση της συγκεκριμένης αγοράς θα είναι η επόμενη 5ετία, κατά τη διάρκεια της οποίας θα εφαρμοστούν σταδιακά οι νέοι κανόνες που αφορούν τον χρόνο συνταξιοδότησης και τον τρόπο υπολογισμού της σύνταξης των μισθωτών και των ελεύθερων επαγγελματιών.
Εκπαίδευση νοικοκυριών
Στο πλαίσιο αυτό, οι τράπεζες θα κληθούν να εκπαιδεύσουν τα ελληνικά νοικοκυριά και να τα πείσουν ότι μέσω της συστηματικής αποταμίευσης θα μπορέσουν να κερδίσουν στο μέλλον καλύτερη ποιότητα ζωής. Η αναγκαιότητα ενημέρωσης των Ελλήνων από τις τράπεζες αναδεικνύεται από το γεγονός ότι η μέση ετήσια δαπάνη για ασφάλειες ζωής δεν ξεπερνά τα 400 ευρώ στη χώρα μας, ενώ την ίδια στιγμή στην ευρωζώνη ο αντίστοιχος μέσος όρος υπερβαίνει το επίπεδο των 1.000 ευρώ.
Τραπεζικοί κύκλοι υπογραμμίζουν ότι με μεθοδική δουλειά μπορούν οι περισσότεροι εργαζόμενοι να πειστούν για τα οφέλη των υπό εξέταση προγραμμάτων ασφάλισης και χωρίς να διαταράξουν τις ισορροπίες των οικογενειακών τους προϋπολογισμών να εκμεταλλευτούν στο έπακρον τις δυνατότητες που τους προσφέρονται.
Για παράδειγμα, μια εργαζόμενη στον δημόσιο τομέα που με τα νέα μέτρα θα έχει τη δυνατότητα να λάβει μειωμένη σύνταξη στην ηλικία των 60, μπορεί μέσω ενός προγράμματος του ιδιωτικού τομέα να αναπληρώσει τα χρήματα που χάνει κάθε μήνα λόγω της πρόωρης συνταξιοδότησής της. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος οι τράπεζες διαθέτουν διαφορετικές κατηγορίες αποταμιευτικών- συνταξιοδοτικών προγραμμάτων, οι οποίες μπορούν να συνδυαστούν και με επιπλέον καλύψεις από τον κλάδο της Υγείας και να προσαρμοστούν στα μέτρα του καθενός. Το πιο διαδεδομένο προϊόν θεωρείται αυτό που εξασφαλίζει στον κάτοχό του μια σύνταξη ή ένα εφάπαξ ύστερα από τουλάχιστον 10 χρόνια περιοδικών καταβολών.
Οι επιλογές όμως δεν περιορίζονται εκεί. Ανάλογα με το ρίσκο που θέλει ο καθένας να αναλάβει, μπορεί να επιλέξει ένα πρόγραμμα μέσω του οποίου τα χρήματά του θα τοποθετούνται σε ένα επενδυτικό χαρτοφυλάκιο με κίνδυνο προσαρμοσμένο στο προφίλ του. Στα προϊόντα αυτά ενσωματώνονται τόσο οι ευκαιρίες όσο και το ρίσκο που διαλέγει ο αποταμιευτής και ταυτόχρονα εξασφαλίζουν ένα ελάχιστο εισόδημα έπειτα από περίοδο 10 ως 35 ετών.
Στη λήξη των προϊόντων αυτών οι ασφαλισμένοι έχουν την επιλογή να εισπράξουν το συνολικό κεφάλαιο που θα έχει συγκεντρωθεί είτε σε μορφή μηνιαίας σύνταξης ή εφάπαξ. Ιδιαίτερη απήχηση έχουν και τα προγράμματα που καλύπτουν ανάγκες όπως η πρόβλεψη μελλοντικού εισοδήματος ως συμπληρώματος στη φροντίδα των εκπαιδευτικών αναγκών των παιδιών.
Ασφαλιστικά προϊόντα
Εξάλλου, οι τράπεζες προσφέρουν επενδυτικά ασφαλιστικά προγράμματα περιορισμένης διάθεσης για πελάτες που θέλουν να αποταμιεύσουν ένα αρχικό ποσό με μεσο-μακροχρόνιο ορίζοντα επένδυσης, τουλάχιστον δεκαετίας. Στην προκειμένη περίπτωση οι αποδόσεις τους είναι συνήθως συνδεδεμένες με την πορεία χρηματιστηριακών δεικτών ή συγκεκριμένων αμοιβαίων κεφαλαίων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ανεξαρτήτως του τρόπου λειτουργίας του κάθε προγράμματος, υπάρχει η δυνατότητα εξασφάλισης τόσο της προστασίας του επενδυόμενου κεφαλαίου όσο και μιας ελάχιστης εγγυημένης απόδοσης, ανεξαρτήτως της πορείας των αγορών. Για παράδειγμα, η τράπεζα εγγυάται μια μίνιμουμ ετήσια απόδοση που φτάνει σήμερα στο 3,35%, υπό την προϋπόθεση ότι ο πελάτης καταβάλλει κανονικά τις εισφορές του για τη συνολική διάρκεια του προγράμματος.
Πότε συμφέρει η εξαγορά του συμβολαίου
ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΙ όροι ισχύουν και στις περιπτώσεις που κάποιος θέλει να «σπάσει» το συμβόλαιό του πριν από τη λήξη του. Πρόκειται για πρακτική που ήλθε στο προσκήνιο το τελευταίο διάστημα, καθώς η ύφεση ανάγκασε αρκετά νοικοκυριά να εξαγοράσουν πρόωρα την ασφάλισή τους. Πάντως, παράγοντες της αγοράς συνιστούν στους καταναλωτές να μην προχωρούν σε βεβιασμένες κινήσεις, καθώς μια τέτοια κίνηση μεταφράζεται τις περισσότερες φορές σε χασούρα σημαντικών ποσών.
Συγκεκριμένα, οι απώλειες για τον ασφαλισμένο που διακόπτει μια ασφάλιση πριν από τη λήξη της μπορεί να φτάσουν ακόμη και στο 70% επί των ασφαλίστρων που έχει καταβάλει ως εκείνη την ώρα, ενώ δεν τίθεται ζήτημα λήψης οποιασδήποτε εγγυημένης απόδοσης. Ο κανόνας είναι ότι όσο πιο μακριά χρονικά βρίσκεται η λήξη ζωής ενός τέτοιου προϊόντος τόσο πιο υψηλό είναι το κόστος για τον κάτοχό του που θέλει να το διακόψει πρόωρα.
Εκτός από τους όρους που θέτουν οι ίδιες οι ασφαλιστικές εταιρείες με στόχο να αποθαρρύνουν τις πρόωρες εξαγορές, προς την ίδια κατεύθυνση λειτουργεί και το γεγονός ότι το σύνολο των προμηθειών ενός συμβολαίου καταβάλλεται συνήθως τα πρώτα τρία χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί τα ασφάλιστρα που θα πληρωθούν π.χ. τα δύο πρώτα χρόνια ενός προγράμματος να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά και μόνο για τα έξοδα που συνεπάγεται η διάθεση ενός ασφαλιστικού προγράμματος.
Εξάλλου, ισχυρά αντικίνητρα για την πρόωρη διακοπή ενός συμβολαίου δημιουργούνται και όταν πλησιάζει ο χρόνος λήξης του προϊόντος. Σύμφωνα με ασφαλιστικούς συμβούλους μια επένδυση «αβγατίζει» μετά τα 15 χρόνια. Ετσι, μπορεί μετά το πέρας του μισού χρόνου ζωής του προγράμματος ο ασφαλισμένος να παίρνει πίσω το σύνολο των ασφαλίστρων που κατέβαλλε, ωστόσο χάνει την εγγυημένη ετήσια απόδοση που φτάνει σήμερα το 3,35%, ενώ σε παλαιότερα συμβόλαια ήταν ακόμη υψηλότερη.
Μια εναλλακτική λύση για κάποιον που χρειάζεται χρήματα, αλλά ταυτόχρονα δεν θέλει να χάσει τα δικαιώματά του από τη συμμετοχή του σε κάποιο ασφαλιστικό πρόγραμμα, μπορεί να αποτελέσει ο δανεισμός από την ασφαλιστική εταιρεία με ευνοϊκούς όρους ενός ποσού ίσου με αυτό της εξαγοράς του συμβολαίου. Ετσι, αν κάποιος δεν μπορεί να συνεχίσει να πληρώνει τα ασφάλιστρά του, έχει τη δυνατότητα να κάνει χρήση του θεσμού του αυτόματου δανεισμού.
Πηγή: Το Βήμα
ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΕΣ...ΜΗΝ "ΤΣΙΜΠΑΤΕ" ΜΕ ΤΟ ΑΝΩΤΕΡΩ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΑΓΑΠΗΤΟΥ BLOG..
ΑπάντησηΔιαγραφή380.000 ΣΥΜΒΟΛΑΙΑ ΤΗΣ ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ ΚΑΙ ΤΗΣ
COMMERCIAL,δηλ.380.000 ΠΕΛΑΤΕΣ, ΕΧΑΣΑΝ ΤΙΣ
ΑΠΟΤΑΜΙΕΥΣΕΙΣ ΤΟΥΣ...ΤΗΝ ΣΥΝΤΑΞΗ ΤΟΥΣ...ΤΗΝ
ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΤΟΥΣ !!!!