Ο ασφαλιστικός κλάδος
βρίσκεται μπροστά σε σημαντικότατες αλλαγές με την εισαγωγή του
πλαισίου Solvency II. Η πρόκληση αφορά όλο τον ευρωπαϊκό χώρο, ενώ στην
Ελλάδα η προσαρμογή στο πλαίσιο συμπίπτει με μια περίοδο ευρύτερων
ανακατατάξεων της ασφαλιστικής αγοράς αλλά και μοναδικών οικονομικών
συγκυριών.
Με τη σχετική οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να έχει εγκριθεί
και την ημερομηνία υλοποίησης να έχει οριστεί στις 31 Οκτωβρίου 2010, η
αντίστροφη μέτρηση για την προσαρμογή έχει ήδη ξεκινήσει.
Δεδομένου ότι
οι δυσκολίες υλοποίησης του πλαισίου Solvency II σε μεγάλο βαθμό
αφορούν τα πληροφοριακά συστήματα, στο παρόν άρθρο αναφερόμαστε στα
ζητήματα διαχείρισης και ποιότητας δεδομένων, ροών πληροφοριών,
αρχιτεκτονικής συστημάτων για κάλυψη των απαιτήσεων του πλαισίου
Solvency II, όσον αφορά διαχείριση κινδύνων και αναφορές, καθώς και στα
θέματα ελέγχου και διακυβέρνησης πληροφορικής των ασφαλιστικών
εταιρειών.
Τρεις πυλώνες
Το πλαίσιο Solvency II είναι δομημένο, όπως και το αντίστοιχο για τις τράπεζες πλαίσιο «Βασιλεία ΙΙ», με τη μορφή τριών πυλώνων.
Το πλαίσιο Solvency II είναι δομημένο, όπως και το αντίστοιχο για τις τράπεζες πλαίσιο «Βασιλεία ΙΙ», με τη μορφή τριών πυλώνων.
Ο πρώτος
πυλώνας αφορά τον υπολογισμό των απαιτούμενων και των ελάχιστων
κεφαλαίων που καλείται να έχει η κάθε ασφαλιστική εταιρεία, προκειμένου
να καλύπτει βασικούς κινδύνους που αντιμετωπίζει από τις δραστηριότητές
της. Επισημαίνεται ότι το νέο πλαίσιο αναμένεται να αυξήσει σε
σημαντικό βαθμό τα κεφάλαια που θα απαιτούνται από τις ασφαλιστικές
εταιρείες, σε σχέση με τις υπάρχουσες κεφαλαιακές απαιτήσεις του
Solvency I.
Ο δεύτερος πυλώνας αναφέρεται στις εσωτερικές διαδικασίες
και μεθοδολογίες που εφαρμόζει μια εταιρεία, ώστε να εξασφαλίζει ότι
έχει επαρκή κεφάλαια, αλλά και να διαχειρίζεται αποτελεσματικά τους
κινδύνους που αναλαμβάνει και αντιμετωπίζει.
Ο τρίτος πυλώνας καλύπτει
τις γνωστοποιήσεις προς την αγορά και την εποπτική αρχή.
Τα ζητήματα
πληροφορικής αφορούν και τους τρεις πυλώνες.
- Στον πρώτο πυλώνα,
πρέπει αρχικά να εξετασθεί η λειτουργικότητα των εφαρμογών (διαχείρισης
ασφαλιστικών εργασιών κατά κλάδους, διαχείρισης επενδύσεων,
αναλογιστικών υπολογισμών, κ.λπ.) και η δυνατότητα να παρέχουν τα
απαραίτητα στοιχεία. Σημαντικό θέμα είναι η ποιότητα των δεδομένων και
η διαθέσιμη ιστορικότητά τους. Επισημαίνεται ότι οι απαιτήσεις
αυξάνονται όσο πιο προηγμένη μέθοδο υιοθετήσει μια ασφαλιστική
εταιρεία, δηλαδή κάνοντας χρήση εσωτερικών μοντέλων για την
ποσοτικοποίηση του αναλαμβανόμενου κινδύνου, που όμως παράλληλα μπορεί
να παρέχει τη δυνατότητα μείωσης των απαιτούμενων κεφαλαίων. Το
ζητούμενο τελικά είναι να προδιαγραφεί και να υλοποιηθεί ένα σύστημα
που θα επιτρέπει τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων σύμφωνα με
τις απαιτήσεις της οδηγίας Solvency II και θα παράγει όλες τις
απαιτούμενες εποπτικές αναφορές.
- Στο δεύτερο πυλώνα
περιλαμβάνονται απαιτήσεις σχετικά με τον έλεγχο των πληροφοριακών
συστημάτων, την ποιότητα και διαθεσιμότητα των δεδομένων όπου
βασίζονται οι υπολογισμοί διαχείρισης κινδύνων και φερεγγυότητας, καθώς
και τη διακυβέρνηση και διαχείριση της πληροφορικής,
συμπεριλαμβανομένης της ανάθεσης εργασιών σε τρίτους (outsourcing). Αν
και ο δεύτερος πυλώνας αναφέρεται κυρίως σε «ποιοτικά» χαρακτηριστικά
του πλαισίου, μπορεί να έχει και σημαντική ποσοτική επίπτωση, δεδομένου
ότι οι μηχανισμοί ελέγχου για τα συστήματα και τα δεδομένα αποτελούν
συστατικό στοιχείο του συνολικού πλαισίου διαχείρισης κινδύνων, ανάλογα
με την αποτελεσματικότητα του οποίου μπορούν οι εποπτικές αρχές να
επιβάλουν μεγαλύτερη ή μικρότερη προσαύξηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων.
-
Στον τρίτο πυλώνα η πληροφορική καλείται να υποστηρίξει τη δυνατότητα
παραγωγής των απαιτούμενων στοιχείων αναφορών και γνωστοποιήσεων
φερεγγυότητας και διαχείρισης κινδύνων. Στο πλαίσιο αυτό τίθενται
θέματα αυτοματοποίησης των ροών και ελέγχου της παρεχόμενης
πληροφόρησης.
Εγγενείς δυσκολίες και κίνδυνοι όσον αφορά στα πληροφοριακά συστήματαΗ
υλοποίηση των προσαρμογών σε επίπεδο πληροφοριακών συστημάτων για τη
συμμόρφωση με την οδηγία «Solvency II» μπορούμε να πούμε ότι βρίσκεται
ακόμη σε σχετικά πρώιμο στάδιο πανευρωπαϊκά. Παρόλα αυτά και με βάση
την εμπειρία των τραπεζών από την αντίστοιχη προσαρμογή με το πλαίσιο
«Βασιλεία ΙΙ», μπορούμε να έχουμε από τώρα εικόνα των αναμενόμενων
δυσκολιών. Σε αυτές περιλαμβάνονται:
- Ασυνέπεια παραδοχών όσον
αφορά τα δεδομένα στα παραγωγικά συστήματα σε σχέση με τη λογιστική και
άλλα υπολογιζόμενα στοιχεία, όπως αυτά του αναλογισμού.
- Πολλαπλές
διασυνδέσεις μεταξύ εφαρμογών, οι οποίες μπορεί να έχουν χτιστεί
ιστορικά για διαφορετικούς σκοπούς με διαφορετική λογική.
- Παλαιές
(legacy) εφαρμογές και έλλειψη τεκμηρίωσης, τόσο όσον αφορά τις
εφαρμογές καθαυτές, όσο και σχετικά με τις ροές πληροφοριών, γεγονός
που εντείνει τις δυσκολίες άντλησης πληροφοριών και υλοποίησης των
απαιτούμενων διασυνδέσεων.
Επιπλέον, ορατοί είναι οι κίνδυνοι υποεκτίμησης:
- Των νέων απαιτήσεων αποθήκευσης και χρονικής τήρησης δεδομένων.
- Των νέων απαιτήσεων αποθήκευσης και χρονικής τήρησης δεδομένων.
- Της
απαιτούμενης προσπάθειας ανάκτησης ιστορικών στοιχείων από παλαιές
εφαρμογές ή και συστήματα αποθήκευσης, αλλά και της δόμησης της
ιστορικής πληροφόρησης με τρόπο ώστε να είναι εκμεταλλεύσιμη για
σκοπούς αναλύσεων.
- Της πολυπλοκότητας και απαιτούμενης προσπάθειας
για την υλοποίηση διασυνδέσεων άντλησης των απαιτούμενων στοιχείων από
τα παραγωγικά συστήματα.
- Της απαιτούμενης προσπάθειας για την υλοποίηση επαρκών μηχανισμών ελέγχου των αντλούμενων στοιχείων μέσω διασυνδέσεων.
- Της
απαιτούμενης προσπάθειας για το σχεδιασμό και την υλοποίηση κατάλληλων
μηχανισμών παραγωγής αναφορών για εποπτικούς σκοπούς ή για πληροφόρηση
της Διοίκησης.
Αξίζει ακόμη να επισημανθεί ότι πολλές ασφαλιστικές
εταιρείες (συμπεριλαμβανομένων και κάποιων ελληνικών) έχουν ήδη
συμμετάσχει σε μελέτες ποσοτικών επιπτώσεων (Quantitative Impact
Studies) για το «Solvency II» που διοργανώνει η Ένωση των Ευρωπαϊκών
Ασφαλιστικών Εποπτικών Φορέων (CEIOPS) ή προετοιμάζονται για τη
συμμετοχή τους στην πέμπτη κατά σειρά τέτοια μελέτη (QIS 5). Όμως, η
ολοκλήρωση μιας τέτοιας άσκησης, αν και δίνει μία αίσθηση της ανάγκης
για τη μεγάλη ποσότητα και ποιότητα στοιχείων που θα απαιτούνται,
γενικά απέχει πολύ από την ανάπτυξη των υποδομών πληροφοριακών
συστημάτων, οι οποίες θα επιτρέπουν τη συστηματική άντληση των
απαιτούμενων στοιχείων και την παραγωγή αναφορών και πληροφόρησης
αναφορικά με τη φερεγγυότητα μιας ασφαλιστικής εταιρείας στο πλαίσιο
«Solvency II». Συνεπώς, η ολοκλήρωση μιας τέτοιας άσκησης δεν θα πρέπει
να δημιουργεί εφησυχασμό όσον αφορά τις παρεμβάσεις και επενδύσεις σε
πληροφοριακά συστήματα που θα απαιτηθούν.
Επόμενα βήματα
Με δεδομένο λοιπόν το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής της οδηγίας «Solvency II» και τις απαιτήσεις όσον αφορά στην πληροφορική, οι ασφαλιστικές εταιρείες θα πρέπει ήδη να έχουν θέσει την κατάλληλη στρατηγική και να προετοιμάζουν ένα πλάνο προσαρμογής με το νέο πλαίσιο.
Ένα τέτοιο πλάνο αναμένεται να περιλαμβάνει ενέργειες σε τρεις κύριους άξονες:
- Αξιολόγηση
των πληροφοριακών συστημάτων της ασφαλιστικής εταιρείας ως προς τη
διαθεσιμότητα και ποιότητα των απαιτούμενων δεδομένων για σκοπούς
υπολογισμού της φερεγγυότητας και διαχείρισης κινδύνων γενικότερα και
υλοποίηση των απαιτούμενων παρεμβάσεων.
- Υλοποίηση συστημάτων τα
οποία θα υποστηρίζουν τις ανάγκες εσωτερικών μοντέλων, αναλογιστικών
υπολογισμών, διαχείρισης κινδύνων και παραγωγής των εποπτικών αναφορών
φερεγγυότητας, ανάλογα με την προσέγγιση που θα επιλέξει η κάθε
ασφαλιστική εταιρεία.
- Υλοποίηση υποδομών ελέγχου και διακυβέρνησης
της πληροφορικής, ώστε να εξασφαλίζεται η ακρίβεια, η ακεραιότητα και η
διαθεσιμότητα των πληροφοριών που χρησιμοποιούνται για σκοπούς
υπολογισμού της φερεγγυότητας, αλλά και διαχείρισης κινδύνων γενικότερα.
Δεδομένου
ότι τα παραπάνω αποτελούν βέλτιστες πρακτικές, η υλοποίηση ενεργειών
προς την κατεύθυνση αυτή είναι σίγουρα επιθυμητή, ανεξαρτήτως
κανονιστικών υποχρεώσεων. Συνεπώς, το πλαίσιο «Solvency II» αποτελεί
μια μεγάλη ευκαιρία ώστε οι ασφαλιστικές εταιρείες να προχωρήσουν στις
παρεμβάσεις που απαιτούνται στα πληροφοριακά τους συστήματα από το
επερχόμενο κανονιστικό πλαίσιο, στοχεύοντας, όμως, ταυτόχρονα και σε
απτά επιχειρηματικά αποτελέσματα. Στον ελληνικό ασφαλιστικό χώρο αυτό
ισχύει ακόμη περισσότερο, καθώς είναι κοινά παραδεκτό ότι υπάρχουν
σημαντικές ανάγκες αναβάθμισης των υποδομών πληροφορικής που θα
οδηγήσουν σε καλύτερη ροή πληροφορίας, με ποιοτικά χαρακτηριστικά που
θα αναλύονται σε βάθος χρόνου, ώστε να δίνεται στη διοίκηση η
πραγματική εικόνα του χαρτοφυλακίου και τα σημεία που μπορούν να
αποτελέσουν το πραγματικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Πηγή: Ασφαλιστική Αγορά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου