Πηγή: Καθημερινή
Σε διελκυστίνδα μεταξύ υπουργείου Εργασίας και τραπεζών εξελίσσεται
το θέμα του εξωδικαστικού συμβιβασμού των χρεών προς τις τράπεζες στο
πλαίσιο του νόμου για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά.
Οι δυσκολίες που
διαπιστώνονται στην εφαρμογή του νόμου δίνουν την αφορμή για ανταλλαγή
εκατέρωθεν αιτιάσεων, με τη μεν Γενική Γραμματεία Καταναλωτή να
κατηγορεί τις τράπεζες για απροθυμία και αδράνεια, ενώ οι τράπεζες
κάνουν λόγο για έλλειψη πνεύματος συνεργασίας, αλλά και για ενθάρρυνση
της ψυχολογίας άρνησης καταβολής των οφειλών προς αυτές.
Τη
σκυτάλη πήρε χθες η Ελληνική Ενωση Τραπεζών (ΕΕΤ), η οποία χαρακτηρίζει
«αβάσιμες» τις αιτιάσεις της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή για μη
συμμόρφωση των τραπεζών στις διατάξεις του νόμου για τη ρύθμιση οφειλών.
Απαριθμώντας τα προβλήματα που εντοπίζονται στην εφαρμογή της
διαδικασίας του εξωδικαστικού συμβιβασμού, η ΕΕΤ κάνει λόγο για 25.000
αιτήματα εξωδικαστικού συμβιβασμού που έχουν ληφθεί από τις τράπεζες, τα
οποία όπως διαπιστώνει:
- Δεν συνοδεύονται από απαραίτητα
δικαιολογητικά έγγραφα, ώστε να γίνει από τις τράπεζες ο έλεγχος
συνδρομής των προϋποθέσεων του νόμου.
- Eχουν υποβληθεί από εμπόρους, οι οποίοι εξαιρούνται ρητά από τις διατάξεις του νόμου.
- Eίναι ανυπόγραφα.
-
Eχουν υποβληθεί από οφειλέτες που κατά τον χρόνο υποβολής του αιτήματος
δεν είχαν ληξιπρόθεσμες οφειλές και εξυπηρετούσαν εμπρόθεσμα τις
υποχρεώσεις τους. Σημειώνεται ότι ο νόμος απαιτεί μόνιμη αδυναμία
πληρωμής, έστω κάποιων ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Σύμφωνα με την
Ελληνική Ενωση Τραπεζών, τα δύο τρίτα των υποβληθέντων αιτημάτων δεν
περιλαμβάνουν καμία πρόταση διευθέτησης οφειλών, γεγονός που, όπως
επισημαίνει, επιβεβαιώνεται και από τη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή, η
οποία στην ανακοίνωση που είχε εκδώσει στις 16 Δεκεμβρίου αναφερόταν σε
3.888 αιτήσεις του Συνηγόρου του Καταναλωτή, αλλά μόλις σε 1.155 σχέδια
διευθέτησης οφειλών.
Η ΕΕΤ κάνει λόγο για «αμέλεια των οφειλετών ή
για παρελκυστική τακτική εκ μέρους τους», που οδηγεί τελικώς σε
μικρότερο αριθμό αιτημάτων που είναι δυνατόν να αξιολογηθούν από τις
τράπεζες σε σχέση με αυτά που έχουν υποβληθεί.
Περαιτέρω και παρά την
προσπάθεια των τραπεζών να επικοινωνήσουν με τους οφειλέτες και να τους
υποδείξουν τα στοιχεία που λείπουν και πρέπει να προσκομίσουν,
παρατηρείται ότι «τόσο οι οφειλέτες όσο και οι φορείς πολύ συχνά δεν
ανταποκρίνονται στην επικοινωνία ή καθυστερούν πολύ να αποστείλουν τα
απαραίτητα δικαιολογητικά».
Ως ενδεικτικά παραδείγματα αναφέρει,
μάλιστα, περιπτώσεις οφειλετών που ενώ επικαλούνται ότι είναι άνεργοι,
δεν προσκομίζουν τη σχετική βεβαίωση από τον ΟΑΕΔ, ενώ φορείς που
δηλώνουν ότι έχουν στην κατοχή τους τα απαραίτητα δικαιολογητικά των
οφειλετών που συνδράμουν, αρνούνται να αποστείλουν τα αντίγραφά τους.
Η
ΕΕΤ ξεκαθαρίζει ότι η επίτευξη συμβιβασμού δεν σημαίνει διαγραφή
απαιτήσεων χωρίς νόμιμο λόγο, καθώς μια τέτοια πρακτική «θα έθετε σε
κίνδυνο τα συμφέροντα των καταθετών, θα ισοδυναμούσε με απιστία έναντι
των μετόχων της τράπεζας και θα συνιστούσε πρόκληση κατά του κοινωνικού
συνόλου και κυρίως των καλόπιστων και συνετών δανειοληπτών».
Παρά
τα σημαντικά προβλήματα που δημιούργησε, όπως σημειώνει, ο νόμος στις
σημερινές κρίσιμες συνθήκες για το σύνολο του τραπεζικού συστήματος,
«κυρίως ως προς την ενθάρρυνση μιας ψυχολογίας εθισμού στην άρνηση
καταβολής οφειλών προς τις τράπεζες ακόμη και από τους ενήμερους
οφειλέτες», το τραπεζικό σύστημα καταβάλλει κάθε προσπάθεια,
κινητοποιώντας τους εσωτερικούς μηχανισμούς για τη συνεργασία τεσσάρων ή
και πέντε τραπεζών ανά αίτηση και προχωρώντας σε δομικές αλλαγές για
την αποτελεσματική ανταπόκριση.
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τα
στοιχεία των τραπεζών το 2010 εντάχθηκαν σε ρύθμιση 250.000 δανειολήπτες
και 50.000 επιχειρήσεις. Το ύψος των οφειλών των φυσικών προσώπων που
έχουν ρυθμιστεί υπερβαίνει τα 4 δισ. ευρώ, μέσα από προγράμματα για
συγκεκριμένες κατηγορίες δανειοληπτών, όπως οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι
άνεργοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου