Πηγή: Ασφαλιστική Αγορά
Έντονες ενστάσεις προβάλλει η CEA στα νέα φορολογικά μέτρα που συζητά η Ε.Ε. και τα οποία αφορούν στον τομέα παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Μοιάζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να μη λαμβάνει υπόψη της τις θεμελιώδεις διαφορές στη λειτουργία αλλά και το ρόλο ασφαλιστικών εταιρειών και τραπεζικών οργανισμών, προωθώντας προτάσεις που αφορούν και στους δύο τομείς της οικονομίας αδιακρίτως.
Με αυτόν τον προβληματισμό, που προκάλεσε και την αποστολή σχετικής επιστολής της CEA στον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κ. Μ. Barroso, επιστρέφουμε στο θέμα που παρουσιάσαμε και μέσω της μελέτης της Geneva Association στο προηγούμενο τεύχος μας (Νοέμβριος 2010).
Οι κυβερνήσεις, σε όλη σχεδόν την Ευρώπη, αναγκάστηκαν να χρησιμοποιήσουν δημόσιο χρήμα για να στηρίξουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα που χτυπήθηκε από την κρίση, προκαλώντας έτσι την αντανακλαστική αντίδραση μέσω προτάσεων για «δίκαιη και ουσιαστική συνεισφορά του χρηματοπιστωτικού τομέα» στην ανάκτηση των κεφαλαίων αυτών και για περιορισμό του κινδύνου να επαναληφθεί το ίδιο σε μια επόμενη κρίση.
Η CEA, ωστόσο, ανησυχεί ιδιαίτερα για το γεγονός ότι κάποιες από τις προτάσεις αυτές δεν έχουν κάνει το διαχωρισμό που είναι απαραίτητος όταν μιλάμε για χρηματοοικονομικούς οργανισμούς, αναγκάζοντας με αυτό τον τρόπο τους αντασφαλιστές και τους ασφαλιστές να πληρώσουν και εκείνοι για κεφάλαια τα οποία διοχετεύτηκαν σε άλλες δραστηριότητες του οικονομικού τομέα και όχι στους ίδιους.
Συγκεκριμένα, η CEA στην επιστολή της προς τον Πρόεδρο Barroso, αναφέρεται στα νέα φορολογικά εργαλεία, το Φόρο Οικονομικών Συναλλαγών (FTT) και το Φόρο Οικονομικής Δραστηριότητας (FAT), αλλά και τις «(Τραπεζικές) Εισφορές», προτάσεις μέτρων που έχουν διαφορετικούς στόχους και αντικείμενο.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι «εισφορές» που αφορούν σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, σε γενικές γραμμές, συνδέονται με τη δημιουργία ενός κεφαλαίου, μέρους ενός πλαισίου εξυγίανσης που θα χρησιμεύσει μελλοντικά για να καλύπτονται μη ανακτήσιμα κόστη που υφίστανται φορολογούμενοι σε περιόδους που τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κάνουν χρήση της κρατικής βοήθειας.
Από την άλλη, οι φόροι οικονομικών συναλλαγών και δραστηριοτήτων στόχο έχουν να διασφαλίσουν ότι τα ιδρύματα που είχαν ευθύνη για την οικονομική κρίση, θα συμβάλουν στη δημοσιονομική εξυγίανση. Στόχος των φόρων αυτών είναι να ενισχυθεί η σταθερότητα των οικονομικών αγορών και να μειωθεί η υπερβολική ανάληψη κινδύνου.
Η ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με τις εισφορές για το ταμείο εξυγίανσης, δικαίως κάνει τη διαφοροποίηση μεταξύ των διαφόρων τύπων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και περιορίζει το πεδίο εφαρμογής των προτάσεων στον τραπεζικό τομέα.
Στις τελευταίες της όμως ανακοινώσεις σχετικά με τη φορολόγηση του τομέα χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, η Ε.Ε. προτείνει την επιβολή του F.A.T. σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης και του F.T.T. σε παγκόσμιο, χωρίς να κάνει το διαχωρισμό μεταξύ ασφαλειών και τραπεζών. Αυτό φυσικά προκάλεσε την έκπληξη και την ανησυχία της CEA.
Ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο, στην επιστολή της συμπεριλαμβάνει σχετική ανάλυση, που πρωτίστως εξηγεί τους λόγους που η ασφαλιστική βιομηχανία αντιδρά στο να συμπεριληφθεί στις προτάσεις για πρόσθετη φορολογία του τομέα χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Εφιστά την προσοχή στο ότι οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν ενέχουν συστημικό κίνδυνο, λόγω του επιχειρηματικού μοντέλου που ακολουθούν και το οποίο είναι τελείως διαφορετικό από αυτό των τραπεζών.
Επιπλέον, επισημαίνεται το γεγονός ότι η ασφαλιστική βιομηχανία σε καμία περίπτωση δεν ήταν υπαίτια για την πρόσφατη οικονομική κρίση και άρα είναι άδικο να επιμεριστεί την ευθύνη και να συμμετέχει στα προτεινόμενα μέτρα, καθώς αυτό θα ευνοούσε τον περισσότερο ριψοκίνδυνο οικονομικό τομέα (τράπεζες) εις βάρος του λιγότερο ριψοκίνδυνου (ασφάλειες), δημιουργώντας ηθικό κίνδυνο.
Σε δεύτερη φάση, η ανάλυση της CEA ασχολείται με κάποιους πιο ιδιαίτερους προβληματισμούς της ασφαλιστικής βιομηχανίας για κάθε μία από τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (εισφορές, FTT, FAT) και εξηγεί γιατί διαφωνεί με τα επιχειρήματα που θέλουν την επιβολή των νέων μέτρων και στην ασφαλιστική αγορά, καλώντας την Ε.Ε. να αναλογιστεί όχι μόνον τη διαφορετικότητα στα μοντέλα λειτουργίας αλλά και το θετικό ρόλο που έπαιξε η ασφαλιστική αγορά στην οικονομία, τόσο πριν από την κρίση όσο και κατά τη διάρκεια αυτής.
Γιατί οι Ασφαλιστικές διαφέρουν από τις Τράπεζες
Τι λένε όμως πιο συγκεκριμένα οι Ευρωπαίοι Ασφαλιστές, προκειμένου να υποστηρίξουν τις ενστάσεις τους;
Σύμφωνα με τα διαφορετικά επιχειρηματικά μοντέλα που ακολουθούν οι τράπεζες και οι ασφαλιστικές, οι τελευταίες έχουν σημαντικά χαμηλότερο προφίλ κινδύνου. Οι ασφαλιστικές εταιρείες έχουν σταθερή, προκαταβαλλόμενη και μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση μέσω των ασφαλίστρων, απλούστερη δομή στους ισολογισμούς τους και αισθητά χαμηλότερη έκθεση στον κίνδυνο ρευστότητας. Κύριος κορμός της ασφαλιστικής δραστηριότητας είναι η διαφοροποίηση των κινδύνων στο χαρτοφυλάκιο και διαχρονικά. Αυτό ουσιαστικά καθορίζει και το μακροπρόθεσμο προφίλ κινδύνου που έχουν οι ασφαλιστικές, σε αντίθεση με το βραχυπρόθεσμο των τραπεζών.
Επιπρόσθετα, ο πυρήνας της ασφαλιστικής δραστηριότητας δεν εμπεριέχει συστημικό κίνδυνο και αυτό βασίζεται στα κριτήρια που ορίζουν τόσο το FSB (Financial Stability Board) όσο και το IAIS (International Association of Insurance Supervisors) προκειμένου να αναγνωρίσουν το συστημικό κίνδυνο. Το μέγεθος είναι ένας θετικός παράγοντας για τις ασφαλιστικές, καθώς η κλίμακα των ασφαλιστικών εργασιών επιτρέπει και μεγαλύτερη διαφοροποίηση των κινδύνων.
Η διασυνδεσιμότητα, που είναι τόσο σημαντική για τα τραπεζικά ιδρύματα (κυρίως λόγω διατραπεζικού δανεισμού), είναι ελάχιστη μεταξύ των ασφαλιστικών εταιρειών. Επιπλέον, στις ασφάλειες υπάρχει σαφώς χαμηλότερος κίνδυνος μετάδοσης και χαμηλότερη οικονομική καχεξία, ενώ δεν υπάρχει ο κίνδυνος να απειληθούν τα ασφάλιστρα όπως οι τραπεζικές καταθέσεις. Η ασφαλιστική αγορά μπορεί να είναι ευπαθής όσον αφορά το συστημικό κίνδυνο που προκαλείται από τη λειτουργία άλλων τμημάτων του οικονομικού τομέα, αλλά σαφώς δεν τον δημιουργεί.
Η κρίση επηρέασε και την ασφαλιστική βιομηχανία, αλλά δεν υπήρξαν βαριές απώλειες λόγω αυτής. Οι κυβερνήσεις των G20 και οι κεντρικές τράπεζες αναγκάστηκαν να εκταμιεύσουν 10.000 δισ. δολάρια για την άμεση και έμμεση στήριξη του τομέα χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και τη σταθεροποίηση του οικονομικού συστήματος. Σε αντιδιαστολή, λιγότερα από 10 δις χρειάστηκαν για τον ασφαλιστικό τομέα παγκοσμίως.
Η πολιτική των χαμηλών επιτοκίων που ακολουθήθηκε και η οποία επίσης βοήθησε την οικονομική βιομηχανία δεν ωφέλησε την ασφαλιστική αγορά, μια και οι ασφαλιστές δεν έχουν συνήθως πρόσβαση στη ρευστότητα των κεντρικών τραπεζών και τα τεχνητά χαμηλά επιτόκια οδηγούν σε χαμηλότερα έσοδα από επενδύσεις για όλη την ασφαλιστική βιομηχανία.
Σύμφωνα με τους ασφαλιστές, η προσέγγιση της Ε.Ε. έχει τη φιλοσοφία του one size fits all, τιμωρεί αυτούς που λειτουργούν με μικρότερο ρίσκο και κινδυνεύει να αποτύχει στον πρωταρχικό της στόχο, καθώς οι πιο ριψοκίνδυνοι επιχειρηματικοί τομείς θα καλύπτονται μέσω των φόρων και των εισφορών των πιο συντηρητικών.
Τι απαντά η CEA για τα νέα φορολογικά εργαλεία που προτείνει η ΕΕ
Σε ό,τι αφορά τους δύο νέους φόρους που συμπεριλαμβάνονται στις προτάσεις που εξετάζει η Ε.Ε., υπάρχουν τρεις συγκεκριμένες αιτιολογίες για την επιβολή τους στο χρηματοοικονομικό τομέα:
1. Οι φόροι θα συμβάλουν στο να ενισχυθεί η αποδοτικότητα και η σταθερότητα των οικονομικών αγορών αλλά και να περιοριστούν η μεταβλητότητά τους και οι βλαβερές συνέπειες της ανάληψης υπερβολικού ρίσκου.
2. Ο χρηματοοικονομικός τομέας είχε ουσιαστικό ρόλο στη δημιουργία και την κλιμάκωση της υφιστάμενης κρίσης αλλά και των αρνητικών αποτελεσμάτων της στα δημόσια χρέη, σε παγκόσμιο επίπεδο.
3. Στην Ευρώπη, οι περισσότερες χρηματοοικονομικές υπηρεσίες εξαιρούνται του Φ.Π.Α. και επομένως ο χρηματοοικονομικός τομέας θα πρέπει με κάποιο τρόπο να συνεισφέρει πιο δίκαια και ουσιαστικά στα δημόσια οικονομικά.
Σε όλα τα παραπάνω απαντάει η CEA, για λογαριασμό των ασφαλιστικών εταιρειών. Σε ό,τι αφορά τους Φόρους Συναλλαγών και Δραστηριότητας, αυτοί θα έπρεπε να επιβάλλονται σε εκείνες τις δραστηριότητες που πράγματι φέρουν υπερβάλλον κίνδυνο ή προκαλούν αστάθεια του οικονομικού συστήματος.
Ωστόσο, η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπιστώνει ότι για το Φόρο Συναλλαγών δεν είναι πρακτικά δυνατός ο διαχωρισμός των “επικίνδυνων” συναλλαγών από τις κανονικές. Έτσι, η Ε.Ε. κατέληξε πως ο φόρος θα πρέπει να τεθεί στην ευρύτερη δυνατή βάση συναλλαγών.
Ο Φόρος Οικονομικής Δραστηριότητας, από την άλλη, στοχεύει στα κέρδη και στις αποδοχές των εταιρειών του χρηματοοικονομικού τομέα και άρα στο σύνολο των κερδών των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων όλων των επιχειρήσεων. Και στην περίπτωση αυτή, δεν γίνεται κανένας διαχωρισμός ανάμεσα στις επιχειρηματικές δραστηριότητες που έχουν ως αποτέλεσμα την ανάληψη υπερβολικού κινδύνου και τις ασφαλείς. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, το αποτέλεσμα θα είναι οι νέοι αυτοί φόροι να αποτύχουν ως μέτρα περιορισμού της ανάληψης υπερβολικού κινδύνου και ενίσχυσης της σταθερότητας του οικονομικού συστήματος.
Εάν η Ε.Ε. χρειάζεται για τους σκοπούς της νέα φορολογικά εργαλεία που να βασίζονται στον κίνδυνο, οι ασφάλειες θα έπρεπε να εξαιρούνται σύμφωνα με τη CEA. Επιπλέον και σε ό,τι αφορά τη δεύτερη αιτιολογία της Ε.Ε., η ασφαλιστική βιομηχανία δεν ήταν ο βασικός ή, έστω, ο ουσιαστικός υπαίτιος για την οικονομική κρίση. Τέλος, οι ασφαλιστές ενίστανται και σε ό,τι αφορά την εξαίρεσή τους από τον Φ.Π.Α., καθώς δεν συνυπολογίζεται ότι οι ασφαλιστικές δραστηριότητες ήδη επιβαρύνονται με άλλους επιπρόσθετους φόρους.
Οι φόροι επί των ασφαλίστρων υπάρχουν ακριβώς για να αντισταθμίσουν την εξαίρεση από τον Φ.Π.Α. και αυτό θα έπρεπε να διαφοροποιεί τον ασφαλιστικό από τον τραπεζικό τομέα, όπου δεν υπάρχουν αντίστοιχες φορολογικές επιβαρύνσεις. Τα έσοδα από τους φόρους επί των ασφαλίστρων αποτελούν μια σημαντική συνεισφορά στους εθνικούς προϋπολογισμούς: για παράδειγμα, για το 2009 στη Γερμανία ανήλθαν σε 10,6 δις ευρώ, στη Γαλλία σε 5,9 δις ευρώ, στην Ολλανδία σε 0,9 δις και στην Ιταλία σε 5 δις.
Αλλά ακόμα και η ίδια η εξαίρεση από τον Φ.Π.Α., όμως, δεν θεωρείται από την CEA μόνο ευνοϊκό μέτρο, καθώς παράλληλα αυτό σημαίνει πως για τις ασφαλιστικές εταιρείες ο Φ.Π.Α. επί των εισροών δεν εκπίπτει, κάτι το οποίο δεν λαμβάνει υπόψιν της η Επιτροπή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου