Η χρηματοπιστωτική κρίση της περιόδου 2007/2008 έφερε στην επιφάνεια σημαντικές αδυναμίες της χρηματοπιστωτικής εποπτείας, τόσο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις όσο και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα σαν σύνολο. Τα εθνικά εποπτικά μοντέλα υπερκεράστηκαν από την πραγματικότητα των ολοκληρωμένων και αλληλοσυνδεόμενων ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών αγορών, όπου πολλές χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις λειτουργούν διασυνοριακά. Η κρίση αποκάλυψε αδυναμίες στον τομέα της συνεργασίας, του συντονισμού, της συνέπειας εφαρμογής της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην εμπιστοσύνη μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών.
Στη βάση της παραπάνω διαπίστωσης η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να καταθέσει πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (ΕΑΑΕΣ - EIOPA)
Στις 25 Φεβρουαρίου 2009, έκθεση που δημοσιεύθηκε από ομάδα εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου υπό την προεδρία του κ. J. de Larosiere, την οποία είχε ζητήσει η Επιτροπή, κατέληγε στο συμπέρασμα ότι, προκειμένου να μειωθούν ο κίνδυνος και η σοβαρότητα μελλοντικών χρηματοπιστωτικών κρίσεων, έπρεπε να ενισχυθεί το εποπτικό πλαίσιο. Η έκθεση συνιστούσε μεγάλης κλίμακας μεταρρυθμίσεις στη δομή της εποπτείας του χρηματοπιστωτικού τομέα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η εν λόγω ομάδα ειδικών συμπέρανε επίσης ότι πρέπει να δημιουργηθεί ένα Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας, το οποίο θα περιλαμβάνει τρεις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές, μία για τον κλάδο των ασφαλίσεων και των επαγγελματικών συντάξεων, μία για τον τραπεζικό κλάδο και μία για τον κλάδο των κινητών αξιών, καθώς και τη σύσταση ενός Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου.
Επίσης στα συμπεράσματά του της 19 Ιουνίου 2009, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συνέστησε να ιδρυθεί ένα Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας, το οποίο θα συμπεριλαμβάνει τρεις νέες Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές. Στόχος του συστήματος θα είναι η αναβάθμιση της ποιότητας και της συνέπειας της εθνικής εποπτείας, η ενίσχυση της επιτήρησης διασυνοριακών ομίλων και η εκπόνηση ενιαίου ευρωπαϊκού εγχειριδίου, το οποίο θα ισχύει για όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της ενιαίας αγοράς. Τόνισε επίσης ότι οι Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές πρέπει να διαθέτουν εποπτικές εξουσίες όσον αφορά τους οργανισμούς εκτίμησης πιστοληπτικής ικανότητας και κάλεσε την Επιτροπή να προετοιμάσει συγκεκριμένες προτάσεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο το Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας θα μπορεί να παίξει σοβαρό ρόλο σε καταστάσεις κρίσης, επισημαίνοντας ότι οι αποφάσεις των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών δεν πρέπει να προσκρούουν στις δημοσιονομικές αρμοδιότητες των κρατών μελών.
Η χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση δημιούργησε πραγματικούς και σοβαρούς κινδύνους για τη σταθερότητα της εσωτερικής αγοράς. Η αποκατάσταση και η διατήρηση σταθερού και αξιόπιστου χρηματοπιστωτικού συστήματος αποτελούν απόλυτη προϋπόθεση για τη διατήρηση της εμπιστοσύνης και της συνοχής στην εσωτερική αγορά και, συνεπώς, για τη διατήρηση και τη βελτίωση των συνθηκών για την εγκαθίδρυση μιας πλήρως ενοποιημένης και λειτουργικής εσωτερικής αγοράς στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Επιπλέον, οι μεγαλύτερου βάθους και περισσότερο ολοκληρωμένες χρηματοπιστωτικές αγορές παρέχουν καλύτερες ευκαιρίες για χρηματοδότηση και για διαφοροποίηση των κινδύνων, συμβάλλοντας έτσι στην ενίσχυση της ικανότητας απόσβεσης των κραδασμών των οικονομιών.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει φθάσει στα όρια του δυνατού όσον αφορά την παρούσα κατάσταση των επιτροπών των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών, οι οποίες εξακολουθούν να αποτελούν συμβουλευτικά όργανα της Επιτροπής. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να παραμείνει σε κατάσταση όπου δεν υπάρχει μηχανισμός που να διασφαλίζει ότι οι εθνικές εποπτικές αρχές λαμβάνουν τις καλύτερες δυνατές εποπτικές αποφάσεις για τα διασυνοριακά ιδρύματα・ όπου δεν υπάρχει επαρκής συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εθνικών εποπτικών αρχών・ όπου για κοινή δράση των εθνικών αρχών απαιτούνται πολύπλοκες ρυθμίσεις που να λαμβάνουν υπόψη το ψηφιδωτό των ρυθμιστικών και εποπτικών απαιτήσεων・ όπου συχνότατα οι εθνικές λύσεις αποτελούν τη μόνη εφικτή επιλογή ως αντίδραση σε ευρωπαϊκά προβλήματα, όπου υπάρχουν διαφορετικές ερμηνείες του ίδιου νομοθετικού κειμένου. Σκοπός του Ευρωπαϊκού Συστήματος Εποπτικών Αρχών πρέπει να είναι η υπέρβαση αυτών των αδυναμιών και η δημιουργία συστήματος ευθυγραμμισμένου προς το στόχο για σταθερή και ενιαία κοινοτική χρηματοπιστωτική αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, συνδέοντας τις εθνικές εποπτικές αρχές δημιουργώντας ένα ισχυρό δίκτυο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές πρέπει να αντικαταστήσουν την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας, που συστάθηκε με την απόφαση αριθ. 2009/78/EΚ1 της Επιτροπής, την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Εποπτείας Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων, που συστάθηκε με την απόφαση αριθ. 2009/79/EΚ2 της Επιτροπής και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών, που συστάθηκε από την απόφαση αριθ.2009/77/EΚ3 της Επιτροπής, και να αναλάβουν όλα τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες αυτών των επιτροπών, συμπεριλαμβανομένης της συνέχισης των τρεχουσών εργασιών και σχεδίων, εφόσον απαιτείται. Πρέπει να καθοριστεί με σαφήνεια το πεδίο δράσης κάθε Αρχής.
Η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (Αρχή) πρέπει να ενεργεί με σκοπό τη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, ιδίως με την εξασφάλιση υψηλού επιπέδου, αποτελεσματικής και συνεκτικής ρύθμισης και εποπτείας, λαμβάνοντας υπόψη τα ποικίλα συμφέροντα όλων των κρατών μελών, την προστασία των ασφαλισμένων και λοιπών δικαιούχων, την διασφάλιση της ακεραιότητας, της αποδοτικότητας και της εύρυθμης λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών, τη διαφύλαξη της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος και την ενίσχυση του διεθνούς εποπτικού συντονισμού, προς όφελος της οικονομίας ευρύτερα, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων κι άλλων συμφεροντούχων, των καταναλωτών και των εργαζομένων. Στα καθήκοντά της περιλαμβάνεται επίσης η προώθηση της εποπτικής σύγκλισης και η παροχή συμβουλών στα θεσμικά όργανα της ΕΕ στον τομέα ρύθμισης και εποπτείας των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών υπηρεσιών και των υπηρεσιών επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών, καθώς και σε σχετικούς τομείς εταιρικής διακυβέρνησης και χρηματοοικονομικής πληροφόρησης. Προκειμένου να μπορέσει να εκπληρώσει τους στόχους της, είναι ενδεδειγμένο και απαραίτητο να αποτελεί η Αρχή όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με νομική προσωπικότητα, ενώ πρέπει να διαθέτει νομική, διοικητική και οικονομική αυτονομία.
Οι νομικές πράξεις που ορίζουν τα καθήκοντα των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένης της συνεργασίας μεταξύ τους και με την Επιτροπή, είναι 1: Οδηγία xx/2009/ΕΚ [Φερεγγυότητα ΙΙ], εκτός από τον τίτλο [εκκαθάριση], οδηγία 2002/92/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης δεκεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση 2 και οδηγία 2003/41/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών. Ωστόσο, όσον αφορά τα ιδρύματα επαγγελματικής συνταξιοδότησης, οι ενέργειες της Αρχής δεν πρέπει να θίγουν το εθνικό κοινωνικό και εργατικό δίκαιο.
Είναι αναγκαία η εισαγωγή κάποιου αποτελεσματικού μέσου για τη θέσπιση εναρμονισμένων τεχνικών κανόνων στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες ώστε να εξασφαλιστούν, μέσω ενιαίου εγχειριδίου, ισότιμοι όροι και επαρκής προστασία των καταθετών, των επενδυτών και των καταναλωτών σε ολόκληρη την Ευρώπη. Επειδή η Αρχή αποτελεί φορέα με μεγάλη εξειδικευμένη πείρα, είναι συμφέρον και σκόπιμο να της ανατεθεί, σε τομείς καθοριζόμενους από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η εκπόνηση σχεδίων τεχνικών κανόνων, οι οποίοι δεν αφορούν επιλογές πολιτικής.
Για να καταστεί δυνατή η αναλογική αντίδραση σε περιπτώσεις εσφαλμένης ανεπαρκούς εφαρμογής του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή μηχανισμός σε διάφορα στάδια. Σε πρώτο επίπεδο, η Αρχή πρέπει να έχει την εξουσία να διερευνά την ενδεχόμενη εσφαλμένη ή ανεπαρκή εφαρμογή υποχρεώσεων εκ του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τις εθνικές αρχές κατά την εποπτική πρακτική τους, και να ολοκληρώνει την έρευνα με σύσταση. Αν η αρμόδια εθνική αρχή δεν ακολουθήσει τη σύσταση, η Επιτροπή θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εκδώσει επίσημη γνώμη στην οποία θα λαμβάνεται υπόψη η σύσταση της Αρχής, και θα απαιτεί από την αρμόδια αρχή να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για συμμόρφωση με τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Προκειμένου να αντιμετωπισθούν έκτακτες καταστάσεις σταθερής αδράνειας της οικείας αρμόδιας αρχής, η Αρχή πρέπει να έχει την εξουσία, ως έσχατη λύση, να εκδίδει αποφάσεις απευθυνόμενες σε μεμονωμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Η εξουσία αυτή πρέπει να περιορίζεται σε εξαιρετικές περιστάσεις στις οποίες η αρμόδια δεν συμμορφώνεται με την επίσημη γνώμη που της απευθύνεται και στις οποίες το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι άμεσα εφαρμόσιμο στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δυνάμει ισχυόντων ή μελλοντικών κανονισμών της ΕΕ.
Οι σοβαρές απειλές για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση απαιτούν ταχεία και εναρμονισμένη απόκριση σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επομένως, η Αρχή πρέπει να μπορεί να ζητεί από τις εθνικές εποπτικές αρχές να προβαίνουν σε συγκεκριμένες ενέργειες για την αντιμετώπιση κατάστασης έκτακτης ανάγκης.
Προκειμένου να εξασφαλιστούν η αποδοτική και αποτελεσματική εποπτεία και η ισόρροπη εξέταση των θέσεων των αρμόδιων αρχών σε διάφορα κράτη μέλη, η Αρχή πρέπει να είναι σε θέση να ρυθμίζει διαφωνίες διασυνοριακών καταστάσεων μεταξύ αυτών των αρμόδιων αρχών με δεσμευτικό τρόπο, συμπεριλαμβανομένων των σωμάτων εποπτών.
Τα σώματα εποπτών παίζουν σημαντικό ρόλο στην αποδοτική, αποτελεσματική και συνεπή εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν διασυνοριακά. Η Αρχή πρέπει να έχει πλήρη δικαιώματα συμμετοχής στα σώματα εποπτών, με στόχο την ομοιόμορφη λειτουργία της διαδικασίας ανταλλαγής πληροφοριών στα σώματα και την ενίσχυση της σύγκλισης και της συνέπειας στα σώματα όσον αφορά την εφαρμογή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Με δεδομένα την παγκοσμιοποίηση των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και την αυξημένη σημασία των διεθνών κανόνων, η Αρχή πρέπει να ενισχύσει το διάλογο και τη συνεργασία με τις εποπτικές αρχές εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρέπει να λαμβάνει υπόψη της πλήρως τους υφιστάμενους ρόλους και αρμοδιότητες των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων στις σχέσεις τους με αρχές εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και σε διεθνή φόρουμ.
Η Αρχή πρέπει να αποτελεί ανεξάρτητο συμβουλευτικό όργανο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής στον τομέα της αρμοδιότητάς της. Με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων των οικείων αρμόδιων αρχών, η Αρχή πρέπει να μπορεί να γνωμοδοτεί κατά την προληπτική αξιολόγηση συγχωνεύσεων και εξαγορών σύμφωνα με την οδηγία 92/49/EOK, την οδηγία 2002/83/EK και την οδηγία 2005/68/EK, στις περιπτώσεις που οι εν λόγω οδηγίες απαιτούν διαβούλευση μεταξύ των αρμοδίων αρχών δύο ή περισσότερων κρατών μελών.
Την κύρια ευθύνη της διατήρησης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας κατά τη διαχείριση κρίσεων, ιδίως όταν πρόκειται για τη σταθεροποίηση μεμονωμένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που αντιμετωπίζουν δυσκολίες και τη λήψη σχετικών αποφάσεων, φέρουν τα κράτη μέλη. Τα μέτρα της Αρχής σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης ή διευθέτησης κρίσεων τα οποία επηρεάζουν τη σταθερότητα κάποιου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος δεν πρέπει να προσκρούουν στις δημοσιονομικές αρμοδιότητες κρατών μελών. Πρέπει να δημιουργηθεί μηχανισμός μέσω του οποίου τα κράτη μέλη θα μπορούν να επικαλεστούν αυτή τη διασφάλιση και τελικά να φέρουν το θέμα ενώπιον του Συμβουλίου για τη λήψη απόφασης. Κατά τη λήψη απόφασης δυνάμει αυτού του άρθρου διασφαλίσεων, το Συμβούλιο θα πρέπει να ψηφίζει σύμφωνα με την αρχή της μιας ψήφου για κάθε μέλος. δεδομένων των ιδιαίτερων αρμοδιοτήτων των κρατών μελών στο θέμα αυτό, είναι σκόπιμο να αναλάβει σχετικά κάποιο ρόλο το Συμβούλιο. Λόγω της ευαισθησίας του θέματος αυτού, πρέπει να εξασφαλίζονται αυστηροί κανόνες εμπιστευτικότητας.
Το κύριο όργανο λήψης αποφάσεων της Αρχής πρέπει να είναι ένα Συμβούλιο Εποπτών, συγκροτούμενο από τους προϊσταμένους κάθε οικείας αρμόδιας αρχής στα κράτη μέλη και το οποίο προεδρεύεται από τον Πρόεδρο της Αρχής. Οι αντιπρόσωποι της Επιτροπής, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των άλλων δυο Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών πρέπει να συμμετέχουν ως παρατηρητές. Τα μέλη του Συμβουλίου Εποπτών πρέπει να ενεργούν ανεξάρτητα και μόνο υπέρ του συμφέροντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το διοικητικό Συμβούλιο, συγκροτούμενο από τον Πρόεδρο της Αρχής και αντιπροσώπους των εθνικών εποπτικών αρχών, πρέπει να εξασφαλίσει ότι η Αρχή φέρει εις πέρας την αποστολή της και επιτελεί τις εργασίες που της έχουν ανατεθεί. Στο διοικητικό Συμβούλιο πρέπει να δοθούν οι απαραίτητες εξουσίες ώστε, μεταξύ άλλων, να προτείνει το ετήσιο και πολυετές πρόγραμμα εργασίας, να ασκεί ορισμένες εξουσίες σχετικές με τον προϋπολογισμό, να εγκρίνει το σχέδιο πολιτικής προσωπικού των Αρχών, να εγκρίνει ειδικές διατάξεις σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα και να εγκρίνει την ετήσια έκθεση.
Είναι σκόπιμο να οριστεί χρονικό όριο για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η Αρχή είναι επαρκώς προετοιμασμένη να αρχίσει να λειτουργεί, και να είναι βέβαιη η ομαλή μετάβαση από την Επιτροπής Ευρωπαϊκών Αρχών Εποπτείας Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων. Η Αρχή θα πρέπει να χρηματοδοτείται καταλλήλως και θα πρέπει, τουλάχιστον στην αρχή, να χρηματοδοτείται κατά 40% μέσω κονδυλίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κατά 60% μέσω συνεισφορών των κρατών μελών, οι οποίες καταβάλλονται σύμφωνα με τη στάθμιση των ψήφων που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 3 του Πρωτοκόλλου (αριθ. 36) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πηγή: Nextdeal
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου